ὕμνος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> trame : [[ὕμνος]] ἀοιδῆς OD trame d’un chant;<br /><b>II.</b> chant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chant en l’honneur d’un dieu <i>ou</i> d’un héros, hymne;<br /><b>2</b> chant nuptial;<br /><b>3</b> chant de deuil.<br />'''Étymologie:''' p. *ὕφνος, de la R. Ὑφ, tresser ; cf. [[ὑφαίνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> trame : [[ὕμνος]] ἀοιδῆς OD trame d’un chant;<br /><b>II.</b> chant ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> chant en l’honneur d’un dieu <i>ou</i> d’un héros, hymne;<br /><b>2</b> chant nuptial;<br /><b>3</b> chant de deuil.<br />'''Étymologie:''' p. *ὕφνος, de la R. Ὑφ, tresser ; cf. [[ὑφαίνω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[strain]], [[melody]], Od. 8.429†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A hymn, ode, in praise of gods or heroes (καί τι ἦν εἶδος ῳδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Pl.Lg.700b; ὕμνους θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς Id.R.607a, cf. Arist.Po.1448b27), once in Hom., ἀοιδῆς ὕμνος Od.8.429 (folld. by Demodocus' song of the Wooden Horse, 499 sqq.); ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ' Hes.Op.657; ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν ὕμνον ἀείδουσιν h.Ap.161; freq. in Pi., ὕμνος πολύφατος, ἐπικώμιος, etc., O.1.8, N.8.50, al.; Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον O.3.3; and in B., ὑφάνας ὕμνον 5.10, cf. 6.11, al.; ὕμνοι θεῶν to or in honour of the gods, Pl.Lg.801d; τιμῶν θεὰν ὕμνοισιν E.Hipp.56; τοὺς χοροὺς . . καὶ τοὺς ὕ. τῷ θεῷ ποιεῖτε D.21.51, cf. Pl.Smp.177a; ὕμνοι Δαυείδ psalms of David, LXX 2 Ch.7.6; ψαλμοὶ καὶ ὕ. καὶ ᾠδαί Ep.Eph.5.19: in Trag. also of mournful songs, addressed to gods or heroes, τὸν δυσκέλαδον ὕ. Ἐρινύος A.Th.868 (lyr.), cf. Pers.620, 625 (anap.), Ch.475 (lyr.); ὕ. ἐξ Ἐρινύων, δέσμιος φρενῶν, ἀφόρμικτος Id.Eu.331 (lyr.), cf. 306; ἐν ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις E.Alc.447 (lyr.); ὕ. Ἅιδου, of one whose songs are death, Phryn. Com.69 (lyr.).—On ὕμνοι of various kinds v. Men.Rh.p.333 S.; ὁ κυρίως ὕ. πρὸς κιθάραν ᾔδετο ἑστώτων Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B., cf. Did. ap. EM777.9. [Most commonly ῡ, but only by position; ῠ proved by εὔῠμνος (q.v.), ῠμνῳδεῖ A.Ag.990 (lyr.), ῠμνήσω E.Ba.72 (lyr.).]
Greek (Liddell-Scott)
ὕμνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ᾠδὴ ᾀδομένη εἰς τιμὴν θεοῦ ἢ ἥρωος, (καί τι ἦν εἶδος ᾠδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο Πλάτ. Νόμ. 700Β ὕμνος θεοῖς καὶ ἐγκώμια τοῖς ἀγαθοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 607Α, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 8), μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὕμνος ἀοιδῆς (ἴδε ἐν λέξ), Ὀδ. Θ. 429· ἀκολούθως, ὕμνῳ νικήσαντα φέρειν τρίποδ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 655· ἀνδρῶν τε παλαιῶν ἠδὲ γυναικῶν ὕμνον ἀείδουσιν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 160· συχν. παρὰ Πινδ., ὕμνος πολύφατος, ἐπικώμιος, καλλίνικος Ο. 1. 14, Ν. 8. 85, κτλ.· Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον Ο. 3. 5· ὕμνος θεῶν, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Χο. 475, Πλάτ. Νόμ. 801D· τιμῶν θεὸν ὕμνοισιν Εὐριπ. Ἱππ. 56· τοὺς χορούς... καὶ τοὺς ὕ. θεοῖς ποιεῖσθε Δημ. 530 23· ὕμνος ἐπινύμφειος Σοφ. Ἀντ. 814· - παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐπὶ θρηνητικῶν ᾠδῶν ἀποτεινομένων πρὸς τοὺς θεοὺς ἢ ἥρωας, Αἰσχύλ. Θήβ. 867, Πέρσ. 620, 625· ὡσαύτως, ὑ. ἐξ Ἐρινύων, δέσμιος φρενῶν, ἀφόρμικτος ὁ αὐτ. ἐ. Εὐμ. 331, πρβλ. 306· ἐν ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις Εὐρ. Ἄλκ. 447· - Λάμπρος ὁ μουσικὸς καλεῖται ὑπὸ Φρυνίχου τοῦ Κωμικ. «ὕμνος ᾅδου», δηλ. οὗ οἱ ὕμνοι εἶναι θάνατος, Ἀθήν. 44D. - Οἱ ὕμνοι ἐνίοτε ἐγράφοντο ἐν Ἐπικ. μέτρῳ ὡς οἱ Ὁμηρικοὶ καὶ Ὀρφικοί· ἀλλὰ καὶ ἐν λυρικῷ μέτρῳ ὡς οἱ τοῦ Πινδάρου (πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 530), - οἱ δὲ λυρικοὶ κυρίως ᾔδοντο πρὸς κιθάραν χωρὶς ὀρχήσεως, Πρόκλ. παρὰ Φωτ. 523. (Ἴσως ὁ πρῶτος τύπος ἦ ὁ ὕφνος, ἐκ τῆς √ΥΦ, ὑφαίνω, ὥστε ὕμνος ἀοιδῆς θὰ ἐσήμαινεν ὕφασμα ᾠδῆς, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω ΙΙ. 2, καὶ ἴδε Curt. Gr. Et. ἀριθ. 406D· ὁ Burnouf παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. sum-na).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. propr. trame : ὕμνος ἀοιδῆς OD trame d’un chant;
II. chant ; particul. :
1 chant en l’honneur d’un dieu ou d’un héros, hymne;
2 chant nuptial;
3 chant de deuil.
Étymologie: p. *ὕφνος, de la R. Ὑφ, tresser ; cf. ὑφαίνω.