οἰνοῦττα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(Bailly1_4) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[οἰνόεις]]. | |btext=v. [[οἰνόεις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=οἰνοῡττα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας που παρασκευαζόταν από [[κρασί]], [[κριθάλευρο]], [[νερό]] και [[λάδι]] και χρησίμευε ως [[τροφή]] τών κωπηλατών<br /><b>2.</b> [[είδος]] φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[οἰνόεις]], -<i>εσσα</i>, -<i>εν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (οἰνόεις)
A cake or porridge of barley mixed with wine, water, and oil, eaten by rowers, Ar.Pl.1121. II a plant with intoxicating properties, Arist.Fr.107.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοῦττα: ἡ, (οἰνόεις) πλακούντιον ἐξ οἴνου μετὰ κριθῆς, ὕδατος καὶ ἐλαίου χρησιμεῦον ὡς τροφὴ τῶν ἐρετῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 1121. ΙΙ. φυτόν τι ἔχον μεθυστικὴν δύναμιν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 102.
French (Bailly abrégé)
v. οἰνόεις.
Greek Monolingual
οἰνοῡττα, ἡ (Α)
1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών
2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του θηλ. του επιθ. οἰνόεις, -εσσα, -εν].