ὀργίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(Bailly1_4)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
|btext=<i>ao.</i> [[ὤργισα]], <i>f. et pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀργισθήσομαι, <i>ao.</i> [[ὠργίσθην]], <i>pf.</i> [[ὤργισμαι]];<br />mettre en colère, irriter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀργίζομαι (<i>f.</i> [[ὀργιοῦμαι]]) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ὀργή]]; to [[provoke]] or [[enrage]], i.e. ([[passively]]) [[become]] exasperated: be [[angry]] ([[wroth]]).
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργίζω Medium diacritics: ὀργίζω Low diacritics: οργίζω Capitals: ΟΡΓΙΖΩ
Transliteration A: orgízō Transliteration B: orgizō Transliteration C: orgizo Beta Code: o)rgi/zw

English (LSJ)

X.Eq.9.2 : aor.

   A ὤργισα Ar. and Pl. (v. infr.): (ὀργή II):— make angry, provoke to anger, irritate, τινα Ar.V.223,404, Pl.Phdr. 267c ; opp. εὔνουν ποιῆσαι, Arist.Rh.1415a35.    II more freq. in Pass., Pl.Phdr.267d, etc. : fut. Med. (in pass. sense) ὀργιοῦμαι X.An.6.1.30, Lys.15.9, Isoc.18.4, etc. ; but ὀργισθήσομαι Lys.21.20, D.59.111 : aor. ὠργίσθην Lys.22.2, Pl.Prt.346b, etc.: pf. ὤργισμαι E.Hipp.1413, Ar.V.431, etc.: grow angry, be wroth, S.OT364, etc.: c. part., τίς γὰρ . . οὐκ ἂν ὀργίζοιτ' . . κλύων; ib.339, etc. ; τινι with a person or thing, E.Hel.1646, Th.4.128, Pl.Ap.23c, al. ; ὑπέρ τινος Th.1.143, Isoc.9.60 ; ἐπί τινι And.1.30, Lys.28.2, etc. ; ἐπί τινος D.21.183 ; διά τι X.An.1.2.26: abs., in part., ἄνθρωπος -όμενος in a passion, Antipho 5.72 ; τὸ -όμενον τῆς γνώμης their angry feelings, Th.2.59. Cf.ὀργαίνω.

German (Pape)

[Seite 370] zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσθαι dem πραΰνεσθαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσθ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισθῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηθέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργίζω: Ξεν. Ἱππ. 9. 2: ἀόρ. ὤργισα Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ., ἴδε κατωτ· (ὀργὴ ΙΙ). Ὡς καὶ νῦν, κάμνω τινὰ νὰ ὀργισθῇ, παροργίζω, τινὰ Ἀριστοφ. Σφῆκ. 223. 404, Πλάτ. Φαῖδρ. 267C· ἀντίθετον τῷ κηλέω, αὐτόθι D· τῷ πραΰνω, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3. 1. ΙΙ. συνηθέστερον ἐν τῷ παθητ., Σοφ. κλ.: μέσ. μέλλ. (μὲ παθητ. σημασ.) ὀργιοῦμαι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 1, 30, Λυσ. 145. 11, Ἰσοκρ., κλ.· ἀλλὰ ὀργισθήσομαι Λυσ. 163. 31, Δημ. 1383. 10: ἀόρ. ὠργίσθην Λυσ. 164. 17, Πλάτ., κλ.: πρκμ. ὤργισμαι Εὐρ. Ἱππ. 1413, Ἀριστοφ. Σφ. 431, Πλάτ.· - θυμώνω, ὀργίζομαι, Σοφ. Ο. Τ. 364, κτλ.· μετὰ μετοχ., τίς γὰρ .. οὐκ ἂν ὀργίζοιτ’ .. κλύων ; αὐτόθι 339, κτλ.· τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 1646, Θουκ. 4. 128, Πλάτ. Ἀπολογ. 23C, κ. ἀλλ.· ὑπέρ τινος Θουκ. 1. 143, Ἰσοκρ. 201Β· ἐπί τινι Ἀνδοκ. 5. 10, πρβλ. Λυσ. 179. 31, κτλ.· ἐπί τινος Δημ. 574. 3 διά τι Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26· - ἀπολ. κατὰ μετοχ., ἄνθρωπος ὀργιζόμενος Ἀντιφῶν 137. 42· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, αἱ ὀργίλαι αὐτῶν διαθέσεις, Θουκ. 2. 59. - Πρβλ. ὀργαίνω. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 67.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤργισα, f. et pf. inus.
Pass. f. ὀργισθήσομαι, ao. ὠργίσθην, pf. ὤργισμαι;
mettre en colère, irriter, acc.;
Moy. ὀργίζομαι (f. ὀργιοῦμαι) être fâché, s’irriter, τινι, contre qqn.
Étymologie: ὀργή.

English (Strong)

from ὀργή; to provoke or enrage, i.e. (passively) become exasperated: be angry (wroth).