ὀστρακίζω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> [[ὠστράκιζον]], <i>part. pf. Pass.</i> [[ὠστρακισμένος]];<br />frapper d’ostracisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὄστρακον]]. | |btext=<i>impf.</i> [[ὠστράκιζον]], <i>part. pf. Pass.</i> [[ὠστρακισμένος]];<br />frapper d’ostracisme.<br />'''Étymologie:''' [[ὄστρακον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[ὀστρακίζω]]) [[όστρακον]]<br />(στην αρχ. Αθήνα) [[εξορίζω]] κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε [[θραύσμα]] πήλινου αγγείου, [[εξοστρακίζω]] («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.)<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τους οπαδούς του χριστιανισμού) [[αποβάλλω]] από την [[κοινωνία]] τών πιστών, [[αποκηρύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
A banish (esp. from Athens) by potsherds, ostracize, Th.1.135, 8.73, And.3.3, Arist.Ath.22.6, Pol.1284a21, Sch. Ar.Eq.851; also used at Argos, Arist.Pol.1302b18; at Megara and Miletus, Sch.Ar.l.c.
German (Pape)
[Seite 400] mit Scherben abstimmen u. verurtheilen, aus der Stadt durch das Scherbengericht verbannen, vgl. ἐξοστρακίζω. Wenn 6000 Bürger einen großen Mann für die Freiheit gefährlich bezeichneten u. seinen Namen auf eine Scherbe schrieben, so ward er auf 10 Jahre aus Athen verbannt, Andoc. 4, 5; ὠστρακισμένος, 3, 3; ἔτυχε γὰρ ὠστρακισμένος, Thuc. 1, 135; 5, 73; Arist. pol. 3, 13. 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκίζω: ἐξορίζω δι’ ὀστράκων, ἐξοστρακίζω, Θουκ. 1. 135., 8. 73, Ἀνδοκ. 23. 42, κτλ.· παρ’ Ἡροδ. ἐξοστρακίζω. ― Τὸν ὀστρακισμὸν εἶχον ἐν Ἀθήναις οὐχὶ ὡς ποινήν, ἀλλὰ ὡς μέτρον περιοριστικὸν τῆς δυνάμεως ἀτόμων, ὁσάκις ὑπῆρχε φόβος ὅτι τις τῶν πολιτῶν εἶχεν αὐξηθῇ εἰς βαθμὸν ἐμβάλλοντα εἰς κίνδυνον τὴν ἐλευθερίαν τοῦ λαοῦ, ἴδε Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 15 κἑξ., 3. 17, 7., 5. 3, 3· ὅπως ἐξορισθῇ τις ἀπῃτεῖτο ὁ ἀριθμὸς 6000 ὀστράκων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Ἱππ. 851, Πολυδ. Θ΄, 19· κατὰ τὸν Πλούτ. ἐν Ἀριστ. 7, «εἰ γὰρ ἑξακισχιλίων ἐλάττονες οἱ γράψαντες εἶεν, ἀτελὴς ἦν ὁ ἐξοστρακισμός». Τὸ αὐτὸ μέσον ἦν ἐν χρήσει ἐν Ἄργει, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν Μεγάροις καὶ ἐν Μιλήτῳ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ ὁ πεταλισμὸς (ὃ ἴδε) ἐν Συρακούσαις. ― Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιολ. ― Πρβλ. Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 8.
French (Bailly abrégé)
impf. ὠστράκιζον, part. pf. Pass. ὠστρακισμένος;
frapper d’ostracisme.
Étymologie: ὄστρακον.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀστρακίζω) όστρακον
(στην αρχ. Αθήνα) εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο, σε θραύσμα πήλινου αγγείου, εξοστρακίζω («Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος ὠστρακισμένον», Ανδοκ.)
μσν.
(σχετικά με τους οπαδούς του χριστιανισμού) αποβάλλω από την κοινωνία τών πιστών, αποκηρύσσω.