Παρνασός: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />le Parnasse, <i>mont de Phocide et de Locride</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à un substrat, pê louvite.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />le Parnasse, <i>mont de Phocide et de Locride</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à un substrat, pê louvite.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Παρνᾱσός:''' Ιων. [[Παρνησός]], ὁ, ο [[Παρνασσός]], [[βουνό]] της Φωκίδας, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. [[Παρνάσιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> και <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, Παρνασσικός, σε Πίνδ.· θηλ. Παρνᾱσιάς, <i>-[[άδος]]</i>, Ιων. Παρνησιάς, σε Ευρ.· επίσης, [[Παρνησίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Παρνᾱσός Medium diacritics: Παρνασός Low diacritics: Παρνασός Capitals: ΠΑΡΝΑΣΟΣ
Transliteration A: Parnasós Transliteration B: Parnasos Transliteration C: Parnasos Beta Code: *parnaso/s

English (LSJ)

Ion. Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap.269, etc. : —also Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209 : Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc. : also Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.

   A lon 86 (anap.) ; also Παρνασσίς, ίδος, Pae.Delph.4 ; Παρνησίς, A. Ch.563.

Greek (Liddell-Scott)

Παρνᾱσός: Ἰων. Παρνησός, ὁ, ὄρος τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.˙ μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ˙ τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς αὐτοῦ μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ˙ ἐνταῦθα γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»˙ ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς ὕστερον». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ ὄνομα Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, ὅπερ εἶναι γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, (ὡσαύτως ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.˙ θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. ὡσαύτως παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le Parnasse, mont de Phocide et de Locride.
Étymologie: DELG emprunt à un substrat, pê louvite.

Greek Monotonic

Παρνᾱσός: Ιων. Παρνησός, ὁ, ο Παρνασσός, βουνό της Φωκίδας, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Παρνάσιος, , -ον και -ος, -ον, Παρνασσικός, σε Πίνδ.· θηλ. Παρνᾱσιάς, -άδος, Ιων. Παρνησιάς, σε Ευρ.· επίσης, Παρνησίς, -ίδος, σε Αισχύλ.