συνδιαλλάσσω: Difference between revisions

39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαλλάσσω]].
|btext=aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαλλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α<br />[[συμβιβάζω]] δύο αντιμαχόμενες πλευρές, [[συμφιλιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλλάσσομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[μαζί]] η ταυτόχρονα με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλλάσσω]] «[[συμφιλιώνω]], [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]»].
}}
}}