ποιναῖος: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />qui punit, vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποινή]]. | |btext=α, ον :<br />qui punit, vengeur.<br />'''Étymologie:''' [[ποινή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ [[ποινή]]<br />αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο [[εκδικητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (ποινή)
A punishing, avenging, ἆορ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 (Troketta); σελίς AP5.253.6 (Paul. Sil.); βέλος Aristaenet.1.10; ὄργανα Lyd.Mag.3.16.
German (Pape)
[Seite 651] strafend, rächend; Sp., wie σελίς Paul. Sil. 24 (V, 254), βέλος Aristaen. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ποιναῖος: -α, -ον, (ποινὴ) τιμωρός, τιμωρητικός, θεοὺς ἱκέτευε… μὴ ταῦτα χαράξαι ὅρκια ποιναίης νῶτον ὑπὲρ σελίδος Ἀνθ. Π. 5. 254 μηδὲ Ἄρτεμις ἐπὶ σοὶ ποιναῖον βέλος ἀφῇ καὶ ἀγέλῃ Ἀρισταίν. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui punit, vengeur.
Étymologie: ποινή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ ποινή
αυτός που τιμωρεί ή εκδικείται, ο εκδικητικός.