προσπαρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />appeler <i>ou</i> inviter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρακαλέω]].
|btext=-ῶ :<br />appeler <i>ou</i> inviter en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[παρακαλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπαρακαλέω:''' μέλ. <i>-έσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[προκαλώ]] [[επιπλέον]], [[προσκαλώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτρέπω]] [[επιπλέον]], παραγγέλω, τινὰ [[εἶναι]] ἑτοῖμον, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπαρακᾰλέω Medium diacritics: προσπαρακαλέω Low diacritics: προσπαρακαλέω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: prosparakaléō Transliteration B: prosparakaleō Transliteration C: prosparakaleo Beta Code: prosparakale/w

English (LSJ)

   A call in besides, invite, τοὺς ξυμμάχους Th.1.67, cf. 2.68, 8.98, Luc.Pseudol.2.    2 exhort besides, τινὰς εἶναι ἑτοίμους Plb.3.64.11; Νίκωνα περὶ τῆς λογείας PTeb.58.54 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), noch dazu rufen, ermuntern, Thuc. 1, 67; med., 2, 68; Sp., wie Pol. 3, 64, 11, Luc. Pseudol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαρακαλέω: μέλλ. -έσω, προσκαλῶ προσέτι, τοὺς ξυμμάχους, κτλ., Θουκ. 1. 67., 2. 68., 8. 98. 2) παραγγέλλω προσέτι, τινα εἶναι ἑτοῖμον Πολύβ. 3. 64, 11, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογ. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
appeler ou inviter en outre.
Étymologie: πρός, παρακαλέω.

Greek Monotonic

προσπαρακαλέω: μέλ. -έσω,
1. προκαλώ επιπλέον, προσκαλώ, σε Θουκ.
2. προτρέπω επιπλέον, παραγγέλω, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον, σε Πολύβ.