συνοδοιπόρος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de voyage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδοιπόρος]]. | |btext=ος, ον :<br />compagnon <i>ou</i> compagne de voyage.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδοιπόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[σύντροφος]] στην [[οδοιπορία]], αυτός που βαδίζει [[μαζί]] με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις [[ὄντα]] σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.<br />β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και [[πολιτικά]] με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και [[πολιτικά]] ζητήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὁδοιπόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epith. of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.