φιλοτέχνημα: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />œuvre d’art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />œuvre d’art.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτεχνέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φιλοτεχνῶ]]<br />[[έργο]] κατασκευασμένο με [[φιλοτεχνία]], [[καλλιτέχνημα]], [[κομψοτέχνημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />έντεχνα στημένη [[παγίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.
German (Pape)
[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ φιλοτεχνῶ
έργο κατασκευασμένο με φιλοτεχνία, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα
αρχ.
έντεχνα στημένη παγίδα.