ὅσπερ: Difference between revisions

From LSJ
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ὅπερ]], Il. 7.114), [[ἥπερ]], [[ὅπερ]]: [[just]] [[who]] ([[which]]), [[who]] ([[which]]) [[however]], Il. 2.286; adv., [[ᾗπερ]], [[just]] [[where]] ([[whither]]), [[just]] as. See [[πέρ]].
|auten=([[ὅπερ]], Il. 7.114), [[ἥπερ]], [[ὅπερ]]: [[just]] [[who]] ([[which]]), [[who]] ([[which]]) [[however]], Il. 2.286; adv., [[ᾗπερ]], [[just]] [[where]] ([[whither]]), [[just]] as. See [[πέρ]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ὅσπερ]] ([[ὅσπερ]], [[οὗπερ]], ὅνπερ; [[ἅπερ]].) rel.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[which]] c. ind. [[Χάρις]] δ' [[ἅπερ]] ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) [[διά]]- πειρα · [[ἅπερ]] Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.19) [[τοῦ]] δὲ [[παῖς]], ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν ἐν Φθίᾳ [[Θέτις]] (P. 3.100) λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος [[παῖς]] αἰνίξατο (P. 8.39) [[πέποιθα]] ξενίᾳ προσανέι Θώρακος, [[ὅσπερ]] ἐμὰν ποιπνύων [[χάριν]] τόδ' ἔζευξεν [[ἅρμα]] Πιερίδων (P. 10.64) θεῷ. [[ὅσπερ]] καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) om. [[antecedent]], ἐξ [[οὗπερ]] (sc. χρόνου) ἔκτεινε Λᾷον [[μόριμος]] υἱὸς [[ever]] [[since]] (O. 2.38)
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅσπερ Medium diacritics: ὅσπερ Low diacritics: όσπερ Capitals: ΟΣΠΕΡ
Transliteration A: hósper Transliteration B: hosper Transliteration C: osper Beta Code: o(/sper

English (LSJ)

ἥπερ, ὅπερ (Ep. ὅπερ as masc., Il.7.114, 21.107); gen.οὗπερ, Ep.

   A οἷόπερ A.R.1.1325 ; in Ion. writers and in Poets the obl. cases are sts. borrowed from the Art., τόπερ Id.3.1098 ; τοῦπερ A.Pers. 779 ; τῇπερ Il.24.603, Hdt.1.30 ; τοίπερ Od.13.130 ; τάπερ A.Ch.418 (lyr.), Hdt.3.16 ; τῶνπερ Il.13.638, A.Ag.974 ; on concord and constr. cf. ὅς B. 1.1,2,4, 11.1a,3, IV. 4:—the very man who, the very thing which; freq. indistinguishable from simple ὅς, cf. ὅσος 111.4 : with words intervening between ὅς and περ, ὅς ῥ' ἔβαλέν περ Il.4.524, cf. 13.101, etc.    2 used after Adjs. of resemblance, ὡυτὸς ὅσπερ Hdt.8.42 ; ἐκ τῶν ἴσων... ὧνπερ αὐτὸς ἐξέφυ S.OT1499 ; ὅμοια ἔπραττον ἅπερ ἄν . . X.An.5.4.34 ; ὅρκια τάπερ τε . . the same as... Hdt.1.74.    II special uses of cases,    1 ὅπερ, wherefore, D.S.13.18 codd. (s.v.l.); although, A.D.Pron.103.7.    2 ἅπερ, as, like, A.Ch.381 (lyr.), Eu.131, 660, S.Aj.168 (anap., as v.l.), OT 175 (lyr.), X.HG5.1.18, etc.; cf. καθάπερ.    3 οὗπερ, v. ὅς A b. 1.    4 ᾗπερ, Dor. ᾇπερ, which way, where, whither, Il.6.41, 12.33, X.An.6.5.10, etc.; Ion. τῇπερ, ἔθαψαν . . τῇπερ ἔπεσε Hdt.1.30 ; also, as, Il.7.286, A.Ch.440(lyr.), Ar.Ach.364 ; ᾗπερ δή Il.9.310 ; ᾗπερ καί X.Mem.3.8.2.    5 in the Logic of Aristotle, ὅπερ ἐστί, or ὅπερ alone, has two senses :    a non-technical, and unemphatic, what (a thing) is, ἑκάστη οὐσία τοῦθ' ὅ. ἐστίν, οὐ λέγεται μᾶλλον καὶ ἧττον each substance is called what it is without the difference of more or less, Cat.3b36 ; τὸ διπλάσιον τοῦθ' ὅ. ἐστίν, ἑτέρου λέγεται the double is called what it is (viz. the double) of something, i.e. is relative, ib.6a39.    b expressing identity, οὔτε ἡ χιὼν ὅ. λευκόν snow is not what white is, i.e. is not identical with white, Top.120b23 ; ὁ λευκὸς ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν ὅ. χρῶμα ib.116a27: hence, to indicate the precise or essential nature of a thing, οὐ γὰρ ἂν φαίη ὅ. κακόν τι εἶναι τὴν ἡδονήν he would not say that pleasure is essentially something bad, EN1153b6; τὰ μὲν οὐσίαν σημαίνοντα ὅ. ἐκεῖνό ἢ ὅ. ἐκεῖνό τι σημαίνει expressions which show the essence show precisely what the thing in question is or precisely of what kind it is (i.e. indicate either its species or its genus), APo.83a24 ; ὅ. <τόδε> τί ἐστι τὸ τί ἦν εἶναι the essence of a thing is precisely a 'this', i.e. a fully specified particular, Metaph.1030a3; ἡ μὲν [ἐπιστήμη] ὅ. ἀνθρώπου ἐστίν knowledge (that man is an animal) is apprehension that 'animal' is an element in the essential nature of man, APo.89a35.

German (Pape)

[Seite 397] s. ὅς.

Greek (Liddell-Scott)

ὅσπερ: ἥπερ, ὅπερ καὶ ὅπερ ὡς ἀρσ. (Ἰλ. Η. 114., Φ. 107, κτλ.)· γεν. οὗπερ, Ἐπικ. οἷόπερ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1325· παρ’ Ἴωσι συγγραφεῦσι καὶ παρὰ ποιηταῖς αἱ πλάγιαι πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἄρθρου, τόπερ ὁ αὐτ. ἐν Γ. 1098· τοῦπερ Αἰσχύλ. Πέρσ. 779· τῇπερ Ἰλ. Ω. 603, Ἡρόδ. 1. 30· τοῖπερ, Ὀδ. Ν. 130· τάπερ Ἡρόδ. 3. 18, Αἰσχύλ. Χο. 418· τῶνπερ Ἰλ. Ν. 638, Αἰσχύλ. Ἀγ. 974· - ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωποςὁποῖος, ἀκριβῶς τὸ πρᾶγμα τὸ ὁποῖον..· ἀλλ’ ὀλίγα μόνον παραδείγματα ὑπάρχουσιν ἐν οἷς τὸ προστιθέμενον μόριόν περ δύναται να ἑρμηνευθῇ καὶ καταστήσῃ τὴν ἀντωνυμίαν ὅσπερ διάφορον τῆς ἁπλῆς ὅς, πρβλ. ὅσος ΙΙΙ. 4· - ἄλλαι λέξεις δύνανται να παρεμβληθῶσι μεταξὺ τοῦ ὃς καὶ τοῦ περ, ὃς ῥ’ ἔβαλέν περ Ἰλ. Δ. 524, πρβλ. Ν. 101, κτλ. 2) ἐν χρήσει μετὰ τὰ ὁμοιωματικὰ ἐπίθετα, ωὑτὸς ὅσπερ Λατ. idem qui, Ἡρόδ. 8. 42· ἐκ τῶν ἴσων.., ὧνπερ αὐτὸς ἐξέφυ Σοφ. Ο. Τ. 1499· ὅμοια ἔπραττον ἅπερ.. Ξεν. πτώσεις τινὲς κεῖνται ἀπολύτως, 1) ὅπερ, διό, ὅθεν, ὡς τὸ διόπερ (ἴδε ἐν λ. διό), Διόδ. 13. 18: = καίπερ, Βεκκῆρ. εἰς Ἀπολλ. Δυσκ. π. Ἀντωνυμ. 390C. 2) ἅπερ, καθώς, ὡς τὸ καθάπερ (ἴδε ἐν λ.), Αἰσχύλ. Χο. 381, Εὐμ. 131. 3) οὗπερ, ἴδε ἐν λ. ὃς Α β. 1. 4) ᾗπερ, Δωρ.· ᾇπερ, ὅπου, πρὸς πόλιν ᾗ περ οἱ ἄλλοι ἀτυζόμενοι φοβέοντο Ἰλ. Ζ. 41, Μ. 33, Ξεν. κτλ.· Ἰων. τῇπερ, ἴδε ἀνωτέρω: - ὡσαύτως ὡς Ἰλ. Η. 286, Αἰσχύλ. Χο. 440, Ἀριστοφ. Ἀχ. 364· ᾗπερ δή, Ἰλ. Ι, 310· ᾗπερ καί, Ξεν. 5) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. ὅπερ ἐστί, ἢ ὅπερ ἧν κεῖται εἰς δήλωσιν τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων, τοῦθ’ ὅπερ ἐστὶν Κατηγ. 5, 34., 7, 1, κ. ἀλλ.· ἤ, αὐτὸ ὅπερ ἐστὶν 8, 39, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν, ἡ ἐπιστήμη ὅπερ ἀνθρώπου ἐστὶν σημαίνει: ἡ ἐπιστ. εἶναι τὸ πρᾶγμα τὸ οὐσιωδῶς ἀνῆκον εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 33, 7· ὅπερ τὶ ἦν, ἐκεινο ὅπερ ἦν τί, δηλ. ἡ οὐσία ἢ ἀληθὴς φύσις, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 9· οὕτως, ὅπερ ἐκεῖνο ἢ ὅπερ ἐκεῖνο τι, τὸ γένος ἢ τὸ εἶδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 22, 4. κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ὡς τὸ τὸ ὅπερ ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 4, 20.

French (Bailly abrégé)

ἥπερ, ὅπερ;
(celui, celle, ce) qui précisément, ou simpl. qui, lequel : ωὐτὸς ὅσπερ HDT le même qui ; de même ἴσος ὅσπερ SOPH;
adv.
1 acc. neutre • ὅπερ, à cause de quoi, justement, précisément pour cela;
2 gén. • οὗπερ (v. ὅς);
3 dat. fém. • ᾗπερ, dor. ᾇπερ, où, justement par laquelle voie, ou comme ; ᾗπερ δή IL, ᾗπερ καί XÉN comme précisément;
4 acc. pl. neutre • ἅπερ, comme ; • ἅπερ τε, m. sign.
Étymologie: ὅς, περ.

English (Autenrieth)

(ὅπερ, Il. 7.114), ἥπερ, ὅπερ: just who (which), who (which) however, Il. 2.286; adv., ᾗπερ, just where (whither), just as. See πέρ.

English (Slater)

ὅσπερ (ὅσπερ, οὗπερ, ὅνπερ; ἅπερ.) rel.,
   1which c. ind. Χάρις δ' ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς (O. 1.30) διά- πειρα · ἅπερ Κλυμένοιο παῖδα ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.19) τοῦ δὲ παῖς, ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν ἐν Φθίᾳ Θέτις (P. 3.100) λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς αἰνίξατο (P. 8.39) πέποιθα ξενίᾳ προσανέι Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (P. 10.64) θεῷ. ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) om. antecedent, ἐξ οὗπερ (sc. χρόνου) ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱὸς ever since (O. 2.38)