λεϊστός: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(Autenrieth)
(22)
Line 10: Line 10:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[ληϊστός]].
|auten=see [[ληϊστός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεϊστός]] και [[ληϊστός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ληϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληΐζομαι]], ενώ ο [[ομηρικός]] τ. [[λεϊστός]] <span style="color: red;"><</span> [[ληϊστός]] με [[βράχυνση]] για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 26] ion. u. ep. = ληϊστός, erbeutet, Il. 9, 408.

Greek (Liddell-Scott)

λεϊστός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λέξ. ληϊστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. ληϊστός.

English (Autenrieth)

see ληϊστός.

Greek Monolingual

λεϊστός και ληϊστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει λαφυραγωγηθεί, λαφυραγωγημένος, σκυλευμένος, ληστευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληϊστός < ληΐζομαι, ενώ ο ομηρικός τ. λεϊστός < ληϊστός με βράχυνση για μετρικούς λόγους].