σκιρτάω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(Autenrieth)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[σκαίρω]]), opt. 3 pl. σκιρτῷεν: [[skip]], [[gambol]], [[bound]] [[along]], Il. 20.226 and 228.
|auten=(cf. [[σκαίρω]]), opt. 3 pl. σκιρτῷεν: [[skip]], [[gambol]], [[bound]] [[along]], Il. 20.226 and 228.
}}
{{StrongGR
|strgr=[[akin]] to skairo (to [[skip]]); to [[jump]], i.e. [[sympathetically]] [[move]] (as the quickening of a fetus): [[leap]] (for [[joy]]).
}}
}}

Revision as of 17:47, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιρτάω Medium diacritics: σκιρτάω Low diacritics: σκιρτάω Capitals: ΣΚΙΡΤΑΩ
Transliteration A: skirtáō Transliteration B: skirtaō Transliteration C: skirtao Beta Code: skirta/w

English (LSJ)

Ion. σκιρτ-έω Opp.C.4.342:—Frequentat. of σκαίρω,

   A spring, leap, bound, of young horses, αἱ δ' ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν... ἀλλ' ὅτε δὴ σ. ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης Il.20.226,228; πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ E.Ph.1125; of goats, Theoc.1.152; of the Bacchae, E.Ba. 446; ὀρχεῖσθε καὶ σ. καὶ χορεύετε Ar.Pl.761, cf.V.1305; ἅλλεσθαι καὶ σ. Pl.Lg.653e: also of wind, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων A.Pr. 1085 (anap.).    2 metaph., to be skittish, unruly, E.Fr.362.31, Pl.R. 571c, etc.

German (Pape)

[Seite 900] (verwandt mit σκαίρω), hüpfen, springen, tanzen; von Pferden, ὅτε σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν, ἐπ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης, Il. 20, 226. 228, so oft sie über die Erde, über das Meer dahin sprangen; πῶλοι δρομάδες ἐσκίρτων φόβῳ, Eur. Phoen. 1132; vom Winde, σκιρτᾷ δ' ἀνέμων πνεύματα πάντων, Aesch. Prom. 1087; Ar. Nubb. 1061 Vesp. 1305; öfter bei Plat., der auch ἁλλόμενα καὶ σκιρτῶντα vrbdt, Legg. II, 653 e; Sp., wie Luc. Mar. D. 15, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σκιρτάω: Ἰων. –έω· Ὀππ. Κυν. 4. 342· - εἶδος θαμιστικοῦ τύπου τοῦ σκαίρω, ἀναπηδῶ, πηδῶ, τινάσσομαι, «τσινῶ», ἐπὶ νέων ἵππων, αἱ δ’ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρρουραν.., ἀλλ’ ὅτε δὴ σ. ἐπ’ εὑρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Υ. 226 κἑξ.· πῶλοι ἐσκίρτων φόβῳ Εὐρ. Φοίν. 1125· ἐπὶ αἰγῶν, Θεογρ. 1. 152· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 446· ὀρχεῖσθε καὶ σκ. καὶ χορεύετε Ἀριστοφ. Πλ. 761, πρβλ. Σφ. 1305· ἅλλεσθαι καὶ σκ. Πλάτ. Νόμ. 653Ε· εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀκατάστατος, ἀκυβέρνητος, ἀπεριόριστος, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 31, Πλάτ. Πολ. 571C, κτλ.· - μεταφορ., σκιρτᾷ δ’ ἀνέμων πνεύματα πάντων Αἰσχύλ. Πρ. 1086. – Καθ’ Ἡσύχ. : «ἅλλεται, κινεῖται, ὀρχεῖται, τρέχει, ἀναστρέφεται».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
sauter, bondir en parl. de chevreaux, de bacchantes, du vent.
Étymologie: DELG de σκαίρω.

English (Autenrieth)

(cf. σκαίρω), opt. 3 pl. σκιρτῷεν: skip, gambol, bound along, Il. 20.226 and 228.

English (Strong)

akin to skairo (to skip); to jump, i.e. sympathetically move (as the quickening of a fetus): leap (for joy).