κοτέω: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(sl1_repeat) |
(slb) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=perf. [[part]]. [[κεκοτηώς]], [[mid]]. aor. κοτέσσατο: be [[angry]] [[with]], τινί, [[also]] w. causal gen., Il. 4.168. | |auten=perf. [[part]]. [[κεκοτηώς]], [[mid]]. aor. κοτέσσατο: be [[angry]] [[with]], τινί, [[also]] w. causal gen., Il. 4.168. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[κοτέω]]<br /> <b>1</b> be [[angry]] [[with]] c. dat.] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων [[θαμά]] sc. [[Ἡρακλέης]] fr. 140a. 57 (31).] κοτέσσατ' επ [Δ. 4. b. 7. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[κοτέω]]<br /> <b>1</b> be [[angry]] [[with]] c. dat.] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων [[θαμά]] sc. [[Ἡρακλέης]] fr. 140a. 57 (31).] κοτέσσατ' επ [Δ. 4. b. 7. | |sltr=[[κοτέω]]<br /> <b>1</b> be [[angry]] [[with]] c. dat.] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων [[θαμά]] sc. [[Ἡρακλέης]] fr. 140a. 57 (31).] κοτέσσατ' επ [Δ. 4. b. 7. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 17 August 2017
English (LSJ)
(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,
A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177, cf. 18.367; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο 2.223; τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc.403: prov., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων Id.Op.25: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα . . 14.191: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ (Ep. pf. part.) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: aor. κοτέσασα h.Cer.254; Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14.
Greek (Liddell-Scott)
κοτέω: Ἐπικ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις ἄνευ διακρίσεως φωνῆς (κότος). Φυλάττω πάθος κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· ὡσαύτως κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, οὕνεκα..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés., part. ao. et part. pf. au sens du prés.
être irrité, garder rancune : τινος de qch ; κεκοτηότι θυμῷ IL, OD d’un cœur irrité;
Moy. κοτέομαι-οῦμαι être irrité : τινι contre qqn ; garder rancune à qqn ; ou avec acc., τόγε… οὕνεκα être irrité de ce que.
Étymologie: κότος.
English (Autenrieth)
perf. part. κεκοτηώς, mid. aor. κοτέσσατο: be angry with, τινί, also w. causal gen., Il. 4.168.
English (Slater)
κοτέω
1 be angry with c. dat.] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά sc. Ἡρακλέης fr. 140a. 57 (31).] κοτέσσατ' επ [Δ. 4. b. 7.
English (Slater)
κοτέω
1 be angry with c. dat.] λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά sc. Ἡρακλέης fr. 140a. 57 (31).] κοτέσσατ' επ [Δ. 4. b. 7.