ὁδοιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voyageur, <i>particul.</i> à pied;<br /><b>2</b> guide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]], πορεύομαι.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voyageur, <i>particul.</i> à pied;<br /><b>2</b> guide.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδός]], πορεύομαι.
}}
{{Slater
|sltr=[[ὁδοιπόρος]] ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[traveller]] μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο [[παῖς]] Hesych.) ?fr. 340.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ὁδοιπόρος]] ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[traveller]] μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο [[παῖς]] Hesych.) ?fr. 340.
|sltr=[[ὁδοιπόρος]] ?<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[traveller]] μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο [[παῖς]] Hesych.) ?fr. 340.
}}
}}

Revision as of 12:36, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπόρος Medium diacritics: ὁδοιπόρος Low diacritics: οδοιπόρος Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: hodoipóros Transliteration B: hodoiporos Transliteration C: odoiporos Beta Code: o(doipo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A wayfarer, traveller, Il.24.375, A.Ag.901, S.OT 292, Ar.Ach.205, Stratt.61, IG42(1).121.83 (Epid., iv B. C.). (From ὁδός, πείρω, cf. πεῖρε κέλευθον Od.2.434.)

German (Pape)

[Seite 293] einen Weg machend, reisend, der Reisende; Il. 24, 375, ὅς μοι τοιόνδ' ἧκεν ὁδοιπόρον, ist es = Reisegefährte od. Wegweiser; ὁδοιπόρῳ διψῶντι πηγαῖον ῥέος, Aesch. Ag. 901; Soph. O. R. 292; Ar. Ach. 205; Sp., auch in Prosa, wie Plut. Ant. 62 Luc. Iov. conf. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπόρος: ὁ, «ταξιδιώτης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 201, Σοφ. Ο. Τ. 292, Ἀριστοφ. Ἀχ. 205· - ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ω. 375, συνοδοιπόρος ἢ ὁδηγός. - Ἡ δευτέρα συλλαβὴ ἐμηκύνθη ὡς ἐν τοῖς ὁδοιπλανέω, ὀλοοίτροχος ἢ ὀλοίτροχος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voyageur, particul. à pied;
2 guide.
Étymologie: ὁδός, πορεύομαι.

English (Slater)

ὁδοιπόρος ?
   1 traveller μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych.) ?fr. 340.

English (Slater)

ὁδοιπόρος ?
   1 traveller μελικτὰς ὁδοιπόρους θαλάσσας (Meineke, Alberti: μέλιγγας ὄλοιτο παῖς Hesych.) ?fr. 340.