κρημνός: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[κρέμαμαι]]): [[steep]], [[over]] [[hanging]] [[bank]], [[often]] of the gullied banks of the [[Scamander]], Il. 21.26, 175. | |auten=([[κρέμαμαι]]): [[steep]], [[over]] [[hanging]] [[bank]], [[often]] of the gullied banks of the [[Scamander]], Il. 21.26, 175. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:04, 17 August 2017
English (LSJ)
(A), ὁ, heterocl.pl. κρημνά, τά,
A v.l. for κρημνούς in Eus. Mynd.63:—overhanging bank, in Hom. (only Il.) of the bank of a river, edge of a trench, 12.54, 21.175,234,244, cf. Pi.O.3.22; κ. θαλάσσας Id.Fr.201; κ. μαλακοί Arist.HA615b31; later, beetling cliff, crag, ἀπὸ τοῦ κ. ὠθέειν Hdt.4.103; ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν' Ar.Pl.69; κατὰ τῶν κ. ἅλλεσθαι down from the cliffs of Epipolae, Th.7.45; κατὰ κ. ῥιφέντες Pl.Lg.944a; οἱ K., the Screes, on the Sea of Azof, Hdt.4.20, 110. 2 in pl., edges of an ulcer, Hp.Loc.Hom.29. 3 labia pudendi, ib.47, Poll.2.174, Ruf.Onom.112.
κρημνός (B),
A v. κριμνός.
Greek (Liddell-Scott)
κρημνός: ὁ, (κρεμάννυμι) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), συχν. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, ἀπόκρημνος καὶ προέχων βράχος, ἀπορρὼξ πέτρα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν κάτω, ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ μελισσοφάγος (μέροψ) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ ἄκρα πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ ἑκατέρωθεν (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη μυρτοχειλίδες ἢ κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» Πολυδ. Βʹ, 174.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pente très rude, lieu escarpé, précipice, falaise ; οἱ Κρημνοί HDT les Escarpements, lieu près de la mer d’Azov.
Étymologie: R. Κρεμ, v. κρεμάννυμι.
English (Autenrieth)
(κρέμαμαι): steep, over hanging bank, often of the gullied banks of the Scamander, Il. 21.26, 175.