περικτίονες: Difference between revisions

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κτίζω]]), pl.: dwellers [[around]], neighbors.
|auten=([[κτίζω]]), pl.: dwellers [[around]], neighbors.
}}
{{Slater
|sltr=<b>περικτῐονες</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> those [[that]] [[dwell]] [[around]] ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν [[νάπος]] Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· [[ἐπεὶ]] περικτίονας ἐνίκασε [[δή ποτε]] καὶ [[κεῖνος]] ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
}}
}}

Revision as of 14:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικτίονες Medium diacritics: περικτίονες Low diacritics: περικτίονες Capitals: ΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: periktíones Transliteration B: periktiones Transliteration C: periktiones Beta Code: perikti/ones

English (LSJ)

[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες)

   A dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109 ; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.— Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.

German (Pape)

[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.

Greek (Liddell-Scott)

περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants d’alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.

English (Autenrieth)

(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.

English (Slater)

περικτῐονες
   1 those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)