εὔνομος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> régi par de bonnes lois, bien gouverné;<br /><b>2</b> qui observe les lois;<br /><i>Sp.</i> εὐνομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νόμος]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br /><b>1</b> régi par de bonnes lois, bien gouverné;<br /><b>2</b> qui observe les lois;<br /><i>Sp.</i> εὐνομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[νόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:09, 17 August 2017
English (LSJ)
ον, (νόμος)
A under good laws, well-ordered, πόλις Pi.I.5(4).22, Pl.Ti.20a (Sup.); Σκύθαι A.Fr.198; ἄνδρες Pl.Lg.815b; πολιτεία Zeno Stoic.1.27 (Sup.). 2 of things, ἔρανος -ώτατος Pi.O.1.37; μοῖρα εὔ., = εὐνομία, Id.N.9.29. II (νομή) of places, good for pasture, Longus 4.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1083] 11 mit guten Gesetzen, gesetzlicher Einrichtung; πόλις Pind. I. 4, 24; ἔρανος Ol. 1, 37; μοῖρα εὔν., d. i. εὐνομία, N. 9, 29; πόλις Plat. u. A.; ἄνδρες, die Gesetze beobachtend, gesetzmäßig handelnd, Plat. Legg. VII, 815 b u. öfter. – 21 (νομή) Σκύθαι, mit guten Weiden, gute Weideplätze habend, Aesch. fr. 189; τὰ εὐνομώτατα τῶν χωρίων Long. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔνομος: -ον, (νόμος) ὁ ὑπὸ καλοὺς νόμους διατελῶν, καλῶς κυβερνώμενος, πόλις Πινδ. Ι. 5 (4). 28· Σκύθαι Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 203 (πρβλ. Στράβ. 300)· εὐνόμων ἀνδρῶν, ζώντων ἐν εὐνομίᾳ, Πλάτ. Νόμ. 815Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἔρανος εὐνομώτατος, «δικαιότατος» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 61· μοῖρα εὔν. = εὐνομία, ὁ αὐτ. Ν. 9. 70. ΙΙ. (νομὴ ἢ νομὸς) ἐπὶ τόπων, καλὸς πρὸς βοσκήν, ἔχων καλὴν βοσκήν, Λόγγος 4. 4.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 régi par de bonnes lois, bien gouverné;
2 qui observe les lois;
Sp. εὐνομώτατος.
Étymologie: εὖ, νόμος.