θεόμοιρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεόμοιρος''': -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347. | |lstext='''θεόμοιρος''': -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[θεόμοιρος]], codd. (O. 3.10), (P. 5.5) v. [[θεόμορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:32, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A partaking of the divine nature, Ecphant. ap. Stob.4.6.22; φύσις Dam.Isid.191.
German (Pape)
[Seite 1196] des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
Greek (Liddell-Scott)
θεόμοιρος: -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347.