εὔθρονος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(SL_1)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔθρονος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> on [[splendid]] thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.
|sltr=[[εὔθρονος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> on [[splendid]] thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔθρονος]] και ἐΰθρονος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθρονος Medium diacritics: εὔθρονος Low diacritics: εύθρονος Capitals: ΕΥΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: eúthronos Transliteration B: euthronos Transliteration C: eythronos Beta Code: eu)/qronos

English (LSJ)

Ep. ἐΰθρονος, ον,

   A with beautiful seat or throne, ἐΰθρονος Ἠώς Il.8.565, Od.6.48, al.; Ἀφροδίτα Pi.I.2.5; Ὧραι Id.P.9.60, cf. B.15.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1069] ep. ἐΰθρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῦραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀθανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρονος: Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον θρόνον, ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· Ἀφροδίτη Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰθρονος;
ος, ον :
au beau siège.
Étymologie: εὖ, θρόνος.

English (Slater)

εὔθρονος, -ον
   1 on splendid thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.

Greek Monolingual

εὔθρονος και ἐΰθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.).