κραταιός: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(SL_2) |
(eksahir) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>κρᾰταιός</b> <br /> <b>a</b> [[authoritative]] ἀδύνατα δ' [[ἔπος]] ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) <br /> <b>b</b> [[powerful]] ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν [[ἔγχος]] (P. 6.34) κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) (N. 4.25) | |sltr=<b>κρᾰταιός</b> <br /> <b>a</b> [[authoritative]] ἀδύνατα δ' [[ἔπος]] ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) <br /> <b>b</b> [[powerful]] ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν [[ἔγχος]] (P. 6.34) κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) (N. 4.25) | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[poderoso]], [[dominador]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
ά, όν, poet. form of κρατερός,
A strong, mighty, μοῖρα κραταιή Il.16.334, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119; ἔγχος Pi.P.6.34; κ. ἔπος word of power, ib.2.81; σθένος κ. A.Pr.428 (lyr.); κ. μετὰ χερσίν S.Ph.1110 (lyr.); κραταιᾶς χειρός E. HF964; κραταιῷ . . βραχίονι Trag.Adesp.416; ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4 (hex.); χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324 (Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.; κ. ἀγών Plb.2.69.8; τόξα κ. Plu.Crass.24; ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28: Comp., Ph.1.14: Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings, ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr.351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy.465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, ὦ τῶν πάντων ζώντων τε καὶ τεθνηκότων κραταιοί PMag. Leid.V. 7.8; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
κραταιός: -ά, -όν, ποιητ. τύπος τοῦ κρατερός, ἰσχυρός, δυνατός, Μοῖρα κραταιὴ Ἰλ. Π. 334, κτλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ὀδ. Ο. 242., Σ. 382, Πινδ. Ν. 4. 40· ἐπὶ λέοντος, κραταιοῦ θηρὸς ὑφ’ ὁρμῇ Ἰλ. Λ. 119· ἔγχος Πινδ. Π. 6. 34· κρ. ἔπος, ἰσχυρός, τολμηρὸς λόγος, αὐτόθι Β. 147. σθένος κρ. Αἰσχύλ. Πρ. 429 (Λυρ.)· κρ. μετὰ χερσὶν Σοφ. Φιλ. 1110 (Λυρ.)· κραταιᾶς χειρὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 964 (ἐν ἰάμβ.)· κραταιῷ… βραχίονι ἐν ἰαμβ. τριμ. παρὰ Πλουτ. 2. 976C· ἔχει χεῖρα κραταιὰν Κρατῖν. ὁ νεώτερ. ἐν «Τιτᾶσι» 1 (ἐν ἑξαμ.)· χεῖρα κραταιοτέραν Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, κρ. καῦμα Καλλίστρ. παρ’ Ἀθην. 125C, Πλουτ. Κράσσ. 24· ἐπὶ τὸ κραταιόγονον Λουκ. Ἀνάχ. 28. Ἐπίρρ. -ῶς, Ἑβδ. (Ἰουδ. Θ΄, 1), Φίλων 1. 276. (Ἐκ τοῦ τύπου τούτου παράγονται ἱκανὰ ποιητ. σύνθετα, κραταίβολος, κραταιγύαλος, κραταίπους· καὶ ἔν τισιν αὐτῶν ἀναφαίνεται ἡ σημασία τοῦ τραχέος, κραταίλεως, κραταίπεδος, κραταίρινος, ἴδε κράτος ἐν τέλ.)
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
fort, robuste, puissant.
Étymologie: κράτος.
English (Autenrieth)
powerful, mighty; Μοῖρα, θήρ (lion), Il. 11.119.
English (Slater)
κρᾰταιός
a authoritative ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81)
b powerful ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος (P. 6.34) κραταιὸς Τελαμὼν (Er. Schmid: καρτερὸς codd.) (N. 4.25)