ὀπαδός: Difference between revisions

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source
(SL_2)
(29)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
|sltr=<b>ὀπᾱδός</b> (ὁ. ἡ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[attendant]] Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ [[Πάν]]) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῑς ὀπαδοῑς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπαδός Medium diacritics: ὀπαδός Low diacritics: οπαδός Capitals: ΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: opadós Transliteration B: opados Transliteration C: opados Beta Code: o)pado/s

English (LSJ)

   A v. ὀπηδός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.

English (Slater)

ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.)
   1 attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῑς ὀπαδοῑς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].