αἰγιβότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(big3_2)
(2)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἰγῐβότης) -ου [[pastado por cabras]] σκόπελος <i>AP</i> 6.334 (Leon.).
|dgtxt=(αἰγῐβότης) -ου [[pastado por cabras]] σκόπελος <i>AP</i> 6.334 (Leon.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰγιβότης:''' -ου, ὁ ([[αἴξ]], [[βόσκω]]), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:21, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

αἰγιβότης: -ου, ὁ τρέφων αἶγας, ἢ ὁ ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 334.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui nourrit des chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.

Spanish (DGE)

(αἰγῐβότης) -ου pastado por cabras σκόπελος AP 6.334 (Leon.).

Greek Monotonic

αἰγιβότης: -ου, ὁ (αἴξ, βόσκω), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.