ἀλέπιστος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num">•</b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no descamado]] (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.<i>SHell</i>.176.8, cf. Eust.1863.54.<br /><b class="num">2</b> [[no descascarillado]] καρπός <i>Gp</i>.10.11.1<br /><b class="num">•</b>del lino [[no majado o agramado]] Sch.Ar.<i>Lys</i>.737.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀλέπιστος]], -ον) [[λεπίζω]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει λέπια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια<br /><b>2.</b> αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η [[φλούδα]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[λινοκαλάμη]]) [[αλανάριστος]], [[ακαθάριστος]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέπιστος Medium diacritics: ἀλέπιστος Low diacritics: αλέπιστος Capitals: ΑΛΕΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: alépistos Transliteration B: alepistos Transliteration C: alepistos Beta Code: a)le/pistos

English (LSJ)

ον,

   A not scaled, unscaled, Archestr.Fr.45.8B.    II unpeeled, καρπός Gp.10.11.1; of flax, not scutched, Sch.Ar.Lys. 737.

German (Pape)

[Seite 93] 1) dasselbe, Archestr. bei Ath. VII, 311 b. – 2) ungeschält, Geopon.; vgl. Schol. Ar. Lys. 737.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέπιστος: -ον, ἄνευ λεπίδων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β. ΙΙ. ὁ μὴ ἀφαιρεθεὶς τὸν φλοιόν, μὴ ξεφλουδηθείς, ἐπὶ λινοκαλάμης, ἀκαθάριστος, ἀλανάριστος, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 737.

Spanish (DGE)

-ον
1 no descamado (κεστρέα καὶ λάβρακα) ὅλους δ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας Archestr.SHell.176.8, cf. Eust.1863.54.
2 no descascarillado καρπός Gp.10.11.1
del lino no majado o agramado Sch.Ar.Lys.737.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.