ἀνόδευτος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος εἶναι μᾶλλον ἢ χρηστὸς θέλε → Benignus esse quaere, sed iustus magis → Gerecht zu sein sei mehr dein Wunsch als gutgesinnt
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[intransitable]] ὁδός Aq.<i>Ie</i>.18.15 (<i>Auct</i>.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.<i>BC</i> 4.106.<br /><b class="num">2</b> [[que carece de caminos]] χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.<i>Mag</i>.1.50. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[intransitable]] ὁδός Aq.<i>Ie</i>.18.15 (<i>Auct</i>.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.<i>BC</i> 4.106.<br /><b class="num">2</b> [[que carece de caminos]] χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.<i>Mag</i>.1.50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνόδευτος]], -ον (Α) [[οδεύω]]<br />[[αδιάβατος]], [[άβατος]], αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κανείς]] να διαβεί, να περάσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A impassable, Aq.Je.18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC4.106. II trackless, χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
German (Pape)
[Seite 239] unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόδευτος: -ον, ἀδιάβατος, ἀνόδευτον χεῦμα Ἡδύλος παρὰ Στράβ. 683.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable ὁδός Aq.Ie.18.15 (Auct.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC 4.106.
2 que carece de caminos χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
Greek Monolingual
ἀνόδευτος, -ον (Α) οδεύω
αδιάβατος, άβατος, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει.