δίκρουνος: Difference between revisions
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. μονόκρουνον <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de doble caño o pitorro]] ῥυτόν Damox.1.3, [[δίκερας]] ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν <i>ID</i> 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en <i>Philologus</i> 101.1957.105<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[vasija de doble caño]] op. μονόκρουνον <i>Didyma</i> 467.10 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[que fluye con doble chorro]] ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse <i>Chr.Pat</i>.1226. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκρουνος]], -ον)<br />(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δίκρουνον</i><br />[[αγγείο]] με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δ., τό, Haussoullier Milet p.199.
German (Pape)
[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.
Greek (Liddell-Scott)
δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1
Spanish (DGE)
-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
•subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.