δικτυώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[reticulado]], [[en forma de red]], [[ἀγρηνόν]], τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.<i>V</i>.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
|dgtxt=-ες<br />[[reticulado]], [[en forma de red]], [[ἀγρηνόν]], τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.<i>V</i>.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
}}
{{grml
|mltxt=[[δικτυώδης]], -ες (Α) [[δίκτυον]]<br />[[δικτυοειδής]], [[δικτυωτός]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠώδης Medium diacritics: δικτυώδης Low diacritics: δικτυώδης Capitals: ΔΙΚΤΥΩΔΗΣ
Transliteration A: diktyṓdēs Transliteration B: diktyōdēs Transliteration C: diktyodis Beta Code: diktuw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116.    II Subst. -ῶδες, τό, = δ. πλέγμα, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).

German (Pape)

[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.

Spanish (DGE)

-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.

Greek Monolingual

δικτυώδης, -ες (Α) δίκτυον
δικτυοειδής, δικτυωτός.