ἔνστημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[obstáculo]], [[impedimento]] ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.<i>M</i>.7.253, 425<br /><b class="num">•</b>ref. lenguaje [[objeción]] a un argumento, Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[obstáculo]], [[impedimento]] ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.<i>M</i>.7.253, 425<br /><b class="num">•</b>ref. lenguaje [[objeción]] a un argumento, Epicur.<i>Ep</i>.[3] 91.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔνστημα]], το (Α) [[ενίστημι]]<br /><b>1.</b> [[ένσταση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>2.</b> [[αντίδραση]], [[αντίσταση]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνστημα Medium diacritics: ἔνστημα Low diacritics: ένστημα Capitals: ΕΝΣΤΗΜΑ
Transliteration A: énstēma Transliteration B: enstēma Transliteration C: enstima Beta Code: e)/nsthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.    II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.

German (Pape)

[Seite 853] τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.

Greek Monolingual

ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.