δίυγρος: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[completamente húmedo]], [[muy húmedo]], [[empapado]] χροιή Hp.<i>Int</i>.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.<i>Pr</i>.887<sup>b</sup>25, στόμα Aret.<i>SA</i> 1.5, [[ἔδαφος]] Thphr.<i>CP</i> 2.4.1, γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.<i>Fr</i>.359.104, [[ἀναθυμίασις]] δ. exhalación húmeda</i> Porph.<i>Sent</i>.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia</i> Iul.<i>Or</i>.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo</i> Iambl.<i>Myst</i>.4.13, cf. Vett.Val.386.24<br /><b class="num">•</b>[[fluido]], [[muy líquido]] [[αἷμα]] Steph.<i>in Hp.Progn</i>.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398<br /><b class="num">•</b>fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos</i>, <i>AP</i> 12.68 (Mel.).
|dgtxt=-ον<br />[[completamente húmedo]], [[muy húmedo]], [[empapado]] χροιή Hp.<i>Int</i>.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.<i>Pr</i>.887<sup>b</sup>25, στόμα Aret.<i>SA</i> 1.5, [[ἔδαφος]] Thphr.<i>CP</i> 2.4.1, γῆ Thphr.<i>CP</i> 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.<i>Fr</i>.359.104, [[ἀναθυμίασις]] δ. exhalación húmeda</i> Porph.<i>Sent</i>.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia</i> Iul.<i>Or</i>.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo</i> Iambl.<i>Myst</i>.4.13, cf. Vett.Val.386.24<br /><b class="num">•</b>[[fluido]], [[muy líquido]] [[αἷμα]] Steph.<i>in Hp.Progn</i>.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398<br /><b class="num">•</b>fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos</i>, <i>AP</i> 12.68 (Mel.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δίυγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[υγρός]], [[διάβροχος]]<br /><b>2.</b> κορεσμένος, [[πλήρης]]<br /><b>3.</b> (για [[βλέμμα]]) [[γλυκό]], γεμάτο [[ηδυπάθεια]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] ωχρό, [[κιτρινιάρης]]<br /><b>5.</b> [[ασθενικός]], [[μαλθακός]].
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίυγρος Medium diacritics: δίυγρος Low diacritics: δίυγρος Capitals: ΔΙΥΓΡΟΣ
Transliteration A: díygros Transliteration B: diugros Transliteration C: diygros Beta Code: di/ugros

English (LSJ)

ον,

   A washed out, pale, δ. τὴν εἰδέην Hp.Int.43 (A.Th.990 is corrupt).    2 of a melting glance, νεῦμα δ. AP12.68.7 (Mel.).    II liquid, moist, Arist.Pr.887b25; ἀναθυμίασις Porph. Sent.29; στοιχεῖον δ., of the sea, Id. ap. Eus.PE3.11; τὸ δ. τῆς ὕλης Jul.Or.5.165d; πνεῦμα Iamb.Myst.4.13; watery, αἷμα Steph. in Hp. 1.132 D.

German (Pape)

[Seite 644] durchnäßt, ganz u. gar feucht; Hippocr. u. Folgde; νεῦμα Mel. 14 (XII, 69). Uebertr., τριπάλτων πημάτων δ. Aesch. Spt. 972, von dreifachem Weh getroffen.

Greek (Liddell-Scott)

δίυγρος: -ον, ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. 537. 25, κτλ.· τὸ χωρίον Αἰσχύλ. Θήβ. 985 εἶναι ἐφθαρμ. 2) ἔχων τὸ βλέμμα τακερόν, Ἀνθ. Π. 12. 68, πρβλ. ὑγρός ΙΙ. 5. ΙΙ. ὑγρός, πλήρης ὑγρασίας, Ἀριστ. Προβλ. 8. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui imprègne d’humidité : δίυγρα πήματα ESCHL douleurs qui pénètrent et imprègnent l’âme.
Étymologie: διά, ὑγρός.

Spanish (DGE)

-ον
completamente húmedo, muy húmedo, empapado χροιή Hp.Int.11, cf. 43, ἡ δὲ πιμελὴ θερμόν, ἂν μὴ δ. Arist.Pr.887b25, στόμα Aret.SA 1.5, ἔδαφος Thphr.CP 2.4.1, γῆ Thphr.CP 3.2.6, τέλμα Hld.9.8.6, στοιχεῖον del mar, Porph.Fr.359.104, ἀναθυμίασις δ. exhalación húmeda Porph.Sent.29, τὸ δίυγρον τῆς ὕλης el principio húmedo de la materia Iul.Or.8.165c, πνεῦμα δ. aliento húmedo Iambl.Myst.4.13, cf. Vett.Val.386.24
fluido, muy líquido αἷμα Steph.in Hp.Progn.146.13, cf. Sch.A.R.3.1398
fig. de la mirada γλυκὺ δ' ὄμμασι νεῦμα δίυγρον dulce señal húmeda en sus ojos, AP 12.68 (Mel.).

Greek Monolingual

δίυγρος, -ον (Α)
1. εντελώς υγρός, διάβροχος
2. κορεσμένος, πλήρης
3. (για βλέμμα) γλυκό, γεμάτο ηδυπάθεια
4. αυτός που έχει χρώμα ωχρό, κιτρινιάρης
5. ασθενικός, μαλθακός.