ἄφυκτος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(big3_8) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. mss. [[ἄφευκτος]] q.u.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α Pi.<i>I</i>.8.65]<br /><b class="num">I</b> [[que no deja escapatoria]], [[que no se puede obviar]] δῶρα θεῶν Sol.1.64, θάνατος Simon.15.4, cf. 131D., κήρ A.<i>Supp</i>.784, θεῶν ... ὄμμα A.<i>Pr</i>.903, χειμὼν καὶ ... κακῶν τρικυμία ... ἄ. A.<i>Pr</i>.1016, κύνες de las Erinis, S.<i>El</i>.1388, cf. <i>Fr</i>.730b14, τύχη Pl.<i>Lg</i>.873c, [[δόλος]] D.H.3.7<br /><b class="num">•</b>de armas [[inevitable]], [[que no falla]] κέντρον A.<i>Supp</i>.110, S.<i>Tr</i>.265, cf. <i>Ph</i>.105, οἰστός E.<i>Med</i>.635, τόξα E.<i>Hipp</i>.1422, <i>Med</i>.531.<br /><b class="num">2</b> medic. [[irremediable]], [[mortal]] [[ἕλκος]] Sol.3.17, δεινότερα καὶ ἀφυκτότερα Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 10, πυρετός Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 30, ὕδρωψ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 52, cf. <i>Prorrh</i>.2.6, 12, πταῖσμα D.<i>Ep</i>.3.18, φάρμακον D.C.60.34.2.<br /><b class="num">3</b> [[de lo que no se puede escapar]], [[que aprisiona inextricablemente]] ἀφύκτᾳ χερί Pi.l.c., cf. <i>P</i>.2.41, <i>N</i>.1.45, E.<i>Alc</i>.984, πάλαισμα A.<i>Eu</i>.776, λαβή Nicoch.21, ἐν βρόχοις ... ἀφύκτοις Lyc.311, cf. Poet. en Clem.Al.<i>Strom</i>.4.26.167, Hld.2.25.1, ἀφύκτων γομφίων Lyc.918, δεσμοί Luc.<i>Luct</i>.2<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν ἀφύκτῳ in flagranti</i> de Ares y Afrodita, Luc.<i>DDeor</i>.21.1.<br /><b class="num">4</b> ret. [[capcioso]] ἀφύκτῳ ἐρωτήματι Pl.<i>Tht</i>.165b, λόγοι Ar.<i>Eq</i>.757, Aeschin.3.17, ἀποδείξεις Charito 5.6.9<br /><b class="num">•</b>subst. ἐρωτῶμεν ἄφυκτα Pl.<i>Euthd</i>.276e.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede escapar]] σε ... ἔχω λαβὼν ἄφυκτον te tengo cogido sin escapatoria posible</i> Ar.<i>Nu</i>.1047.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin escapatoria]] ἐπέπεσον Hdt.9.116, cf. Aen.Tact.16.12 (ambas var.), LXX 3<i>Ma</i>.7.9.<br /><b class="num">2</b> [[irremediablemente]], [[mortalmente]] πλήξας Lyc.493. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> frec. mss. [[ἄφευκτος]] q.u.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [fem. -α Pi.<i>I</i>.8.65]<br /><b class="num">I</b> [[que no deja escapatoria]], [[que no se puede obviar]] δῶρα θεῶν Sol.1.64, θάνατος Simon.15.4, cf. 131D., κήρ A.<i>Supp</i>.784, θεῶν ... ὄμμα A.<i>Pr</i>.903, χειμὼν καὶ ... κακῶν τρικυμία ... ἄ. A.<i>Pr</i>.1016, κύνες de las Erinis, S.<i>El</i>.1388, cf. <i>Fr</i>.730b14, τύχη Pl.<i>Lg</i>.873c, [[δόλος]] D.H.3.7<br /><b class="num">•</b>de armas [[inevitable]], [[que no falla]] κέντρον A.<i>Supp</i>.110, S.<i>Tr</i>.265, cf. <i>Ph</i>.105, οἰστός E.<i>Med</i>.635, τόξα E.<i>Hipp</i>.1422, <i>Med</i>.531.<br /><b class="num">2</b> medic. [[irremediable]], [[mortal]] [[ἕλκος]] Sol.3.17, δεινότερα καὶ ἀφυκτότερα Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 10, πυρετός Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 30, ὕδρωψ Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 52, cf. <i>Prorrh</i>.2.6, 12, πταῖσμα D.<i>Ep</i>.3.18, φάρμακον D.C.60.34.2.<br /><b class="num">3</b> [[de lo que no se puede escapar]], [[que aprisiona inextricablemente]] ἀφύκτᾳ χερί Pi.l.c., cf. <i>P</i>.2.41, <i>N</i>.1.45, E.<i>Alc</i>.984, πάλαισμα A.<i>Eu</i>.776, λαβή Nicoch.21, ἐν βρόχοις ... ἀφύκτοις Lyc.311, cf. Poet. en Clem.Al.<i>Strom</i>.4.26.167, Hld.2.25.1, ἀφύκτων γομφίων Lyc.918, δεσμοί Luc.<i>Luct</i>.2<br /><b class="num">•</b>subst. ἐν ἀφύκτῳ in flagranti</i> de Ares y Afrodita, Luc.<i>DDeor</i>.21.1.<br /><b class="num">4</b> ret. [[capcioso]] ἀφύκτῳ ἐρωτήματι Pl.<i>Tht</i>.165b, λόγοι Ar.<i>Eq</i>.757, Aeschin.3.17, ἀποδείξεις Charito 5.6.9<br /><b class="num">•</b>subst. ἐρωτῶμεν ἄφυκτα Pl.<i>Euthd</i>.276e.<br /><b class="num">II</b> [[que no puede escapar]] σε ... ἔχω λαβὼν ἄφυκτον te tengo cogido sin escapatoria posible</i> Ar.<i>Nu</i>.1047.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[sin escapatoria]] ἐπέπεσον Hdt.9.116, cf. Aen.Tact.16.12 (ambas var.), LXX 3<i>Ma</i>.7.9.<br /><b class="num">2</b> [[irremediablemente]], [[mortalmente]] πλήξας Lyc.493. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄφυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αφεύγατος]], [[αναπόφευκτος]]<br /><b>2.</b> (για [[ερώτηση]], λόγο <b>κ.λπ.</b>) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές<br /><b>3.</b> ο [[ανίκανος]] να διαφύγει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φυκτός]] «αυτός που μπορεί [[κανείς]] να αποφύγει» <span style="color: red;"><</span> [[φεύγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (φεύγω)
A not to be shunned, δῶρα θεῶν Sol.13.64; from which none escape, θάνατος Simon.39.3; χείρ, γυιοπέδαι, Pi.I.8(7).65, P.2.41; θεῶν ὄμμα A.Pr.903; κακῶν τρικυμία ib.1016; ἄ. κύνες, of the Erinyes, S.El.1388; of an arrow, unerring, Id.Ph.105, Tr.265, E.Med.634 (lyr.); λαβή Nicoch.3D.; of a question, admitting no escape, inevitable, Pl.Tht.165b; λόγος Aeschin.3.17; ἄφυκτα ἐρωτᾶν Pl.Euthd.276e; λόγοι ἄ. Ar.Eq.757: Comp. -ότερος Hp.Acut.(Sp.) 10. Adv. -τως Lyc.493, etc. II Act., unable to escape, μέσον λαβὼν ἄ. Ar.Nu.1047; dub.l. in A.Supp.784 (lyr.). Adv. -τως LXX 3 Ma.7.9: Comp. ἀφυκτοτέρως ἂν διακέοιντο Aen.Tact.16.12.—In codd. freq. written ἄφευκτος, Philem.115.4, Plu.Lys.29; ἄφευκτος ἀνάγκη IG14.803 (Naples).
German (Pape)
[Seite 416] unentfliehbar, unvermeidlich, χείρ Pind. I. 7, 65; γυιοπέδαι P. 2, 41. Oft bei Tragg., βέλη, ἰοί, Soph. Trach. 264 Phil. 105; τόξα Eur. Hipp. 1422, sicher treffende Geschosse, ὀϊστός Med. 635; Her. 9, 115; τύχη Plat. Legg. IX, 873 c; δεσμοί Luc., der auch ἐν ἀφύκτῳ ἔχεσθαι sagt, Deor. D. 17, 1. Dah. auch ἐρώτημα, verwickelt, aus der man nicht herausfinden kann, Plat. Theaet. 165 b; ἄφυκτα ἐρωτᾶν Euthyd. 276 e; so λόγος Ar. Eq. 754; vgl. Aesch. 3, 17; – ἄφυκτον λαμβἀνειν τινά, so daß er nicht entfliehen kann, Ar. Nubb. 1030. – Adv. ἀφύκτως, z. B. πλήξας, sicher treffend, Lycophr. 493.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφυκτος: -ον, (φεύγω) ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, θάνατος Σιμωνίδ. 54· χείρ, γυιοπέδαι Πινδ. Ι. 8 (7), 140, Π. 2. 80· ὅμμα Αἰσχύλ. Πρ. 903. 1016· ἄφ. κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Σοφ. Ἠλ. 1388· ἐπὶ βέλους. Λατ. certa, sagitta, ὁ αὐτ. Φ. 105, Τρ. 265, Εὐρ. Μήδ. 634: ― ἐπὶ ζητήματος ἤ ἐρωτήσεως ἀνεπιδέκτου ὑπεκφυγῆς, Πλάτ. Θεαίτ. 165Β, πρβλ. Αἰσχίν. 56. 14· ἄφυκτα ἐρωτᾶν Πλάτ. Εὐθύφρ. 276Ε: ― Ἐπίρρ. -τως Λυκ. 493, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ἀνίκανος νὰ διαφύγῃ ἤ ἐκφύγῃ, ἔχω λαβὼν ἄφυκτον Ἀριστοφ. Νεφ. 1047· ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 784 ὁ Δινδ. προτείνει ἄθικτον. ― Ἐν τοῖς χειρογρ. συχνάκις γράφεται ἄφευκτος, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 20· οὕτως, ἄφευκτος ἀνάγκη Συλλ. Ἐπιγρ. 5820. 7· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 726.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qu’on ne peut fuir, inévitable ; κύνες ἄφυκτοι SOPH les chiennes auxquelles on ne peut échapper (les Érinyes);
2 d’où l’on ne peut s’échapper;
II. qui ne peut fuir ou s’échapper.
Étymologie: ἀ, φεύγω.
English (Slater)
ᾰφυκτος, -α -ον
1 inescapable ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις (P. 2.41) δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας (N. 1.45) ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (Maas: ἀφύκτε codd.: ἀφύκτῳ Tricl.) (I. 8.65)
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: frec. mss. ἄφευκτος q.u.
• Morfología: [fem. -α Pi.I.8.65]
I que no deja escapatoria, que no se puede obviar δῶρα θεῶν Sol.1.64, θάνατος Simon.15.4, cf. 131D., κήρ A.Supp.784, θεῶν ... ὄμμα A.Pr.903, χειμὼν καὶ ... κακῶν τρικυμία ... ἄ. A.Pr.1016, κύνες de las Erinis, S.El.1388, cf. Fr.730b14, τύχη Pl.Lg.873c, δόλος D.H.3.7
•de armas inevitable, que no falla κέντρον A.Supp.110, S.Tr.265, cf. Ph.105, οἰστός E.Med.635, τόξα E.Hipp.1422, Med.531.
2 medic. irremediable, mortal ἕλκος Sol.3.17, δεινότερα καὶ ἀφυκτότερα Hp.Acut.(Sp.) 10, πυρετός Hp.Acut.(Sp.) 30, ὕδρωψ Hp.Acut.(Sp.) 52, cf. Prorrh.2.6, 12, πταῖσμα D.Ep.3.18, φάρμακον D.C.60.34.2.
3 de lo que no se puede escapar, que aprisiona inextricablemente ἀφύκτᾳ χερί Pi.l.c., cf. P.2.41, N.1.45, E.Alc.984, πάλαισμα A.Eu.776, λαβή Nicoch.21, ἐν βρόχοις ... ἀφύκτοις Lyc.311, cf. Poet. en Clem.Al.Strom.4.26.167, Hld.2.25.1, ἀφύκτων γομφίων Lyc.918, δεσμοί Luc.Luct.2
•subst. ἐν ἀφύκτῳ in flagranti de Ares y Afrodita, Luc.DDeor.21.1.
4 ret. capcioso ἀφύκτῳ ἐρωτήματι Pl.Tht.165b, λόγοι Ar.Eq.757, Aeschin.3.17, ἀποδείξεις Charito 5.6.9
•subst. ἐρωτῶμεν ἄφυκτα Pl.Euthd.276e.
II que no puede escapar σε ... ἔχω λαβὼν ἄφυκτον te tengo cogido sin escapatoria posible Ar.Nu.1047.
III adv. -ως
1 sin escapatoria ἐπέπεσον Hdt.9.116, cf. Aen.Tact.16.12 (ambas var.), LXX 3Ma.7.9.
2 irremediablemente, mortalmente πλήξας Lyc.493.
Greek Monolingual
ἄφυκτος, -ον (Α)
1. αφεύγατος, αναπόφευκτος
2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές
3. ο ανίκανος να διαφύγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να αποφύγει» < φεύγω.