δεραγχής: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[que aprieta el cuello]], [[que estrangula]] πάγαι <i>AP</i> 6.107 (Phil.). | |dgtxt=-ές<br />[[que aprieta el cuello]], [[que estrangula]] πάγαι <i>AP</i> 6.107 (Phil.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δεραγχής]], -ές (Α) [[δεράγχη]]<br />αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο [[πνιγηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A throttling, πάγαι ib.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 548] ές, den Hals zuschnürend, πάγαι Philp. 8 (VI, 107).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui serre le cou.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Spanish (DGE)
-ές
que aprieta el cuello, que estrangula πάγαι AP 6.107 (Phil.).
Greek Monolingual
δεραγχής, -ές (Α) δεράγχη
αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός.