βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[librero]] Luc.<i>Ind</i>.4, 24. | |dgtxt=-ου, ὁ [[librero]] Luc.<i>Ind</i>.4, 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[βιβλιοκάπηλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[έμπορος]] βιβλίων, [[βιβλιοπώλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A dealer in books, Luc.Ind.4,24.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.
Greek Monolingual
ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.