ἀλλοδαπής: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(big3_3)
(2)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀλλοδᾰπής) -ές [[extranjero]] κλέπτης Doroth.411.29, cf. <i>EM</i> 897.
|dgtxt=(ἀλλοδᾰπής) -ές [[extranjero]] κλέπτης Doroth.411.29, cf. <i>EM</i> 897.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλλοδαπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο [[αλλοδαπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. [[ἀλλοδαπός]].
}}
}}

Revision as of 06:50, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 103] ές, Aristid. u. Sp. –

Spanish (DGE)

(ἀλλοδᾰπής) -ές extranjero κλέπτης Doroth.411.29, cf. EM 897.

Greek Monolingual

ἀλλοδαπής, -ές (ΑΜ)
ο αλλοδαπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος προήλθε από μεταπλασμό του τ. ἀλλοδαπός.