ἀμυσταγώγητος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(big3_3) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[no iniciado en los misterios]] Cyr.Al.M.70.1336D. | |dgtxt=-ον [[no iniciado en los misterios]] Cyr.Al.M.70.1336D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμυσταγώγητος]], -ον) [[μυσταγωγῶ]]<br />αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο [[αμύητος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 132] nicht in die Mysterien eingeweiht, Sp.; ἀμυστηρίαστος, Schol. Theocr. 3, 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυσταγώγητος: -ον, ὁ μὴ μεμυημένος, Κύριλλ.
Spanish (DGE)
-ον no iniciado en los misterios Cyr.Al.M.70.1336D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμυσταγώγητος, -ον) μυσταγωγῶ
αυτός που δεν έχει μυσταγωγηθεί, μυηθεί στα μυστήρια της εκκλησίας, ο αμύητος.