ἀναυξής: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[que no aumenta]], [[que no crece]] ὀστέα Hp.<i>Art</i>.53, cf. <i>Mochl</i>.24, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.27, de animales, Arist.<i>HA</i> 569<sup>a</sup>30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>13. | |dgtxt=-ές<br />[[que no aumenta]], [[que no crece]] ὀστέα Hp.<i>Art</i>.53, cf. <i>Mochl</i>.24, ἕλκεα Hp.<i>Dent</i>.27, de animales, Arist.<i>HA</i> 569<sup>a</sup>30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.<i>Cael</i>.270<sup>a</sup>13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀναυξής]], -ές (Α) [[αύξω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν ευνοεί την [[αύξηση]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκείνος]] που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A not increasing, Thphr.CP4.6.3. II intr., not waxing or growing, Hp.Art.53, Mochl.24,al., Arist.HA569a30, Cael.270a13.
German (Pape)
[Seite 212] ές (αὔξω), nicht vermehrend, Theophr.; nicht gedeihlich, Plut. Syll. 20; – nicht wachsend, Arist. H. A. 6, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναυξής: -ές, (αὔξω) ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς αὔξησιν, ὁ κωλύων τὴν αὔξησιν, τόπος… ἀναυξὴς Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 3, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ὁ μὴ αὐξανόμενος, ὁ μὴ «μεγαλώνων», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821, καὶ ἀλλ., καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀφύη ἀναυξὴς καὶ ἄγονος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 4: ― ἄφθαρτον καὶ ἀναυξὲς Ἀριστ. π. Οὐρ 270a. 13. ― «ἱππάριον ἀναυξὲς» Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἰννός
Spanish (DGE)
-ές
que no aumenta, que no crece ὀστέα Hp.Art.53, cf. Mochl.24, ἕλκεα Hp.Dent.27, de animales, Arist.HA 569a30, κῶλα D.Chr.47.15, de plantas, Thphr.CP 4.6.3, Plu.2.912a, de un cuerpo celeste c. movimiento circular, Arist.Cael.270a13.
Greek Monolingual
ἀναυξής, -ές (Α) αύξω
1. εκείνος που δεν ευνοεί την αύξηση
2. (αμτβ.) εκείνος που δεν αυξάνεται, δεν μεγαλώνει.