ἀπειλητήριος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-α, -ον [[amenazador]] λόγος Hdt.8.112. | |dgtxt=-α, -ον [[amenazador]] λόγος Hdt.8.112. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπειλητήριος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που απειλεί, [[απειλητικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.
German (Pape)
[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.
Spanish (DGE)
-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.
Greek Monolingual
ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.