ἄποτμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[infortunado]] de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός <i>Il</i>.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων <i>Od</i>.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. <i>Od</i>.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11<br /><b class="num">•</b>[[infortunado]], [[de infortunio]] de abstr. [[βοά]] A.<i>Pers</i>.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.<i>Hipp</i>.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.<i>Ph</i>.1306.
|dgtxt=-ον<br />[[infortunado]] de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός <i>Il</i>.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων <i>Od</i>.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. <i>Od</i>.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11<br /><b class="num">•</b>[[infortunado]], [[de infortunio]] de abstr. [[βοά]] A.<i>Pers</i>.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.<i>Hipp</i>.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.<i>Ph</i>.1306.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄποτμος]], -ον (Α) [[πότμος]]<br />[[άτυχος]], κοκότυχος.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποτμος Medium diacritics: ἄποτμος Low diacritics: άποτμος Capitals: ΑΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: ápotmos Transliteration B: apotmos Transliteration C: apotmos Beta Code: a)/potmos

English (LSJ)

ον,

   A unhappy, ill-starred, Il.24.388, Od.20.140; βοά A. Pers.280 (lyr.); πότμος ἄ. E.Hipp.1144 (lyr.): Comp. -ότερος Mosch. 4.11: Sup. -ότατος Od.1.219.

German (Pape)

[Seite 331] unglücklich, elend, Hom. von Personen, Il. 24, 388 Od. 20, 140; Tragg. von Zuständen, z. B. Aesch. Pers. 272; superl. ἀποτμότατος Od. 1, 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné;
Cp. ἀποτμότερος, Sp. ἀποτμότατος.
Étymologie: ἀ, πότμος.

English (Autenrieth)

(πότμος): luckless, illstarred, Il. 24.388; sup. ἀποτμότατος, Od. 1.219.

Spanish (DGE)

-ον
infortunado de pers. οἶτον ἀπότμου παιδός Il.24.388, ἀποτμότατος ... θνητῶν ἀνθρώπων Od.1.219, ὀϊζυρὸς καὶ ἄ. Od.20.140, ἀποτμότατος ... ξείνων Alex.Aet.3.32, ἀποτμότερος ζωώντων Mosch.4.11
infortunado, de infortunio de abstr. βοά A.Pers.280, διοίσω πότμον ἄποτμον E.Hipp.1144, ἄ. φόνος ἕνεκ' Ἐρινύων E.Ph.1306.

Greek Monolingual

ἄποτμος, -ον (Α) πότμος
άτυχος, κοκότυχος.