ἀπόχυμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(big3_6)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[líquido]] οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a<br /><b class="num">•</b>cierto tipo de [[pez]] o [[resina]] ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων [[ἀπόχυμα]] Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027<br /><b class="num">•</b>quizá el [[orujo]] del aceite <i>PFay</i>.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ [[ἀπόχυμα]] τοῦ πατρός σου <i>SB</i> 7661.5 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[emplasto]] Ὀρειβασίου Aët.15.24.<br /><b class="num">2</b> [[agua de desagüe]] (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων <i>PMich</i>.617.9 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> cierto tipo de peinado, tal vez [[melena suelta]] ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas</i>, <i>Const.App</i>.1.3.10.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[líquido]] οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a<br /><b class="num">•</b>cierto tipo de [[pez]] o [[resina]] ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων [[ἀπόχυμα]] Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027<br /><b class="num">•</b>quizá el [[orujo]] del aceite <i>PFay</i>.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ [[ἀπόχυμα]] τοῦ πατρός σου <i>SB</i> 7661.5 (I/II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[emplasto]] Ὀρειβασίου Aët.15.24.<br /><b class="num">2</b> [[agua de desagüe]] (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων <i>PMich</i>.617.9 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> cierto tipo de peinado, tal vez [[melena suelta]] ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas</i>, <i>Const.App</i>.1.3.10.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀπόχυμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[ζουμί]] ([[κυρίως]] από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται [[μετά]] τον πρώτο βρασμό<br /><b>αρχ.</b><br />το παλιό [[επίχρισμα]] των πλοίων από [[ρετσίνι]], [[πίσσα]] κ.λπ. που καθαρίζεται.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόχῠμα Medium diacritics: ἀπόχυμα Low diacritics: απόχυμα Capitals: ΑΠΟΧΥΜΑ
Transliteration A: apóchyma Transliteration B: apochyma Transliteration C: apochyma Beta Code: a)po/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, (χέω)

   A that which is poured out, Ti.Locr.100a, PFay.95.25(ii A. D.).    2 = ζώπισσα, Dsc.1.72.    3 Ὀρειβασίου ἀ., name of a kind of plaster, Aët.15.24.

German (Pape)

[Seite 336] τό, das Abgegossene, Tim. Locr. 100 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχῠμα: τό, (χέω) τὸ ἀποχεόμενον ἢ ἐκρέον, Τίμ. Λοκρ. 100Α. 2) = ζώπισσα, τὸ ἐκ τῶν πλοίων ξυόμενον ῥητινῶδες, ἡ παλαιὰ πίσσα, Διοσκ. 1. 98.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 líquido οἷον ἀ. ῥεῖν διὰ νωτίων Ti.Locr.100a
cierto tipo de pez o resina ζώπισσαν ... καλουμένην ὑπ' ἐνίων ἀπόχυμα Dsc.1.72, cf. como componente farmacológico, Asclep.Iun. en Gal.13.1023, 1025, 1026, 1027
quizá el orujo del aceite PFay.95.25 (II d.C.), sent. dud. ὑμεῖς δὲ ἀναστίλατε τὸ ἀπόχυμα τοῦ πατρός σου SB 7661.5 (I/II d.C.)
emplasto Ὀρειβασίου Aët.15.24.
2 agua de desagüe (ὕδατα) ... [ἦ] ν ἄγονα ἀπὸ ἀποχυμάτων PMich.617.9 (II d.C.).
3 cierto tipo de peinado, tal vez melena suelta ἀ. ἢ μεριστὴν τηρεῖν mantener melena suelta o partición en crenchas, Const.App.1.3.10.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόχυμα)
νεοελλ.
το ζουμί (κυρίως από όσπρια) που χύνεται ή πετιέται μετά τον πρώτο βρασμό
αρχ.
το παλιό επίχρισμα των πλοίων από ρετσίνι, πίσσα κ.λπ. που καθαρίζεται.