βάδισμα: Difference between revisions
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[paso]], [[marcha]], [[andadura]] ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματι Palaeph.31, θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασιν I.<i>BI</i> 4.563, β. ἄσχημον Gal.17(2).145, γυμνὸν β. paso descalzo</i> Philostr.<i>VA</i> 3.15, ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθε recobró la derechura de la marcha</i> Philostr.<i>VA</i> 3.39, ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδων Philostr.<i>Her</i>.64.24, β. σχολαῖον Philostr.<i>Im</i>.1.9, β. τεταγμένον βραχύ Aristaenet.1.1.27<br /><b class="num">•</b>[[forma de andar]], [[andares]] ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρός X.<i>Ap</i>.27, περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτου D.37.55, σχῆμα καὶ β. καὶ [[βλέμμα]] Plu.2.84e, ἐπῄνει τὸ [[βάδισμα]] Charito 6.7.1, cf. Luc.<i>Tim</i>.54, <i>Herm</i>.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.<i>Fr</i>.1, Philostr.<i>VS</i> 587, Hld.3.13.2. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[paso]], [[marcha]], [[andadura]] ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματι Palaeph.31, θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασιν I.<i>BI</i> 4.563, β. ἄσχημον Gal.17(2).145, γυμνὸν β. paso descalzo</i> Philostr.<i>VA</i> 3.15, ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθε recobró la derechura de la marcha</i> Philostr.<i>VA</i> 3.39, ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδων Philostr.<i>Her</i>.64.24, β. σχολαῖον Philostr.<i>Im</i>.1.9, β. τεταγμένον βραχύ Aristaenet.1.1.27<br /><b class="num">•</b>[[forma de andar]], [[andares]] ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρός X.<i>Ap</i>.27, περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτου D.37.55, σχῆμα καὶ β. καὶ [[βλέμμα]] Plu.2.84e, ἐπῄνει τὸ [[βάδισμα]] Charito 6.7.1, cf. Luc.<i>Tim</i>.54, <i>Herm</i>.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.<i>Fr</i>.1, Philostr.<i>VS</i> 587, Hld.3.13.2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[βάδισμα]]) [[βαδίζω]]<br /><b>1.</b> το να βαδίζει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[χαρακτηριστικός]] [[τρόπος]] που βαδίζει [[κάποιος]], η [[περπατησιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A walk, gait, X.Ap.27, D.37.55: pl., Luc.Herm.18; ἐλθὼν ἐν ἠρεμαίῳ β. Palaeph.31.
German (Pape)
[Seite 423] τό, Schritt, Gang, Xen. Apol. 27; Dem. 37, 55.
Greek (Liddell-Scott)
βάδισμα: -ατος, τό, περιπάτημα, τρόπος τοῦ βαδίζειν, Ξεν. Ἀπολ. 27, Δημ. 982. 18.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
marche pas à pas ; marche posée et modeste.
Étymologie: βαδίζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
paso, marcha, andadura ἐν ἠρεμαίῳ βαδίσματι Palaeph.31, θρυπτόμενοί τε τοῖς βαδίσμασιν I.BI 4.563, β. ἄσχημον Gal.17(2).145, γυμνὸν β. paso descalzo Philostr.VA 3.15, ἐς ὀρθὸν τοῦ βαδίσματος ... ἦλθε recobró la derechura de la marcha Philostr.VA 3.39, ἐθεράπευον ... τὸ β. τῶν πατέρων οἱ νεώτεροι τῶν παίδων Philostr.Her.64.24, β. σχολαῖον Philostr.Im.1.9, β. τεταγμένον βραχύ Aristaenet.1.1.27
•forma de andar, andares ἀπῄει καὶ ὄμμασι ... καὶ βαδίσματι φαιδρός X.Ap.27, περὶ τοῦ ἐμοῦ γε βαδίσματος ἢ διαλέκτου D.37.55, σχῆμα καὶ β. καὶ βλέμμα Plu.2.84e, ἐπῄνει τὸ βάδισμα Charito 6.7.1, cf. Luc.Tim.54, Herm.18, D.Chr.30.4, 31.162, Iambl.Fr.1, Philostr.VS 587, Hld.3.13.2.
Greek Monolingual
το (AM βάδισμα) βαδίζω
1. το να βαδίζει κανείς
2. ο χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος, η περπατησιά.