ἀψόρροος: Difference between revisions
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(big3_8) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que refluye]], [[refluyente]] θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο <i>Il</i>.18.399, cf. <i>Od</i>.20.65, Hes.<i>Th</i>.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. [[ἀψίρροος]]. | |dgtxt=-ον<br />[[que refluye]], [[refluyente]] θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο <i>Il</i>.18.399, cf. <i>Od</i>.20.65, Hes.<i>Th</i>.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. [[ἀψίρροος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀψόρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἄψ</i>, [[ῥέω]]), αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], αυτός που ρέει [[πάλι]] προς τα [[πίσω]], λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως [[ποτάμι]] που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα [[πίσω]] στις εκβολές του, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, contr.ἀψίνθ-ρρους, ουν, (ἄψ, ῥέω)
A back-flowing, refluent, Homeric epith. of Ocean, regarded as a stream encircling the earth and flowing back into itself, Il.18.399, Od.20.65.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui reflue sur soi-même (l’Océan).
Étymologie: ἄψ, ῥέω.
English (Autenrieth)
(ὄρνῦμι): returning, back again, back; with verbs of motion, ἄψορροι ἐκίομεν, Il. 21.456; mostly neut. sing. as adv., ἄψορρον βῆναι, καταβῆναι, προσέφην, Od. 9.501.
(ῥέω): back-flowing; of the stream of Oceanus that returns into itself, Il. 18.399†.
Spanish (DGE)
-ον
que refluye, refluyente θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο Il.18.399, cf. Od.20.65, Hes.Th.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. ἀψίρροος.
Greek Monotonic
ἀψόρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν (ἄψ, ῥέω), αυτός που ρέει προς τα πίσω, αυτός που ρέει πάλι προς τα πίσω, λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως ποτάμι που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα πίσω στις εκβολές του, σε Όμηρ.