βιός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(big3_8) |
(7) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οῖο <i>Il</i>.1.49]<br />[[arco]], [[ἀργύρεος]] <i>Il</i>.l.c., λίγξε β. <i>Il</i>.4.125, cf. 10.260, 24.605, <i>Od</i>.19.577, <i>h.Ap</i>.301, <i>Certamen</i> 9 (p.38.18), κεραός <i>AP</i> 6.118 (Antip.Sid.), ῥυτῆρα βιοῦ τ' [[ἔμεναι]] καὶ ὀϊστῶν <i>Od</i>.21.173, cf. 6.270<br /><b class="num">•</b>en juego de palabras c. [[βίος]], indiferente a la acentuación τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα [[βίος]], ἔργον δὲ θάνατος Heraclit.B 44 (cf. [[βίος]] B III 1)<br /><b class="num">•</b>palabra ambraciota según <i>AB</i> 1095.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>g<sup>u̯</sup>ei(H2)</i>- ‘tendón’, cf. ai. <i>j(i)yā́</i>- ‘tendón’, lituan. <i>gijà</i> ‘hilo’, <i>gýsla</i> ‘tendón’. Tb. c. grado ø y alarg. lat. <i>fīlum</i>. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. -οῖο <i>Il</i>.1.49]<br />[[arco]], [[ἀργύρεος]] <i>Il</i>.l.c., λίγξε β. <i>Il</i>.4.125, cf. 10.260, 24.605, <i>Od</i>.19.577, <i>h.Ap</i>.301, <i>Certamen</i> 9 (p.38.18), κεραός <i>AP</i> 6.118 (Antip.Sid.), ῥυτῆρα βιοῦ τ' [[ἔμεναι]] καὶ ὀϊστῶν <i>Od</i>.21.173, cf. 6.270<br /><b class="num">•</b>en juego de palabras c. [[βίος]], indiferente a la acentuación τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα [[βίος]], ἔργον δὲ θάνατος Heraclit.B 44 (cf. [[βίος]] B III 1)<br /><b class="num">•</b>palabra ambraciota según <i>AB</i> 1095.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>g<sup>u̯</sup>ei(H2)</i>- ‘tendón’, cf. ai. <i>j(i)yā́</i>- ‘tendón’, lituan. <i>gijà</i> ‘hilo’, <i>gýsla</i> ‘tendón’. Tb. c. grado ø y alarg. lat. <i>fīlum</i>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βιός]], το (Α)<br />το [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν εξαιρέσει [[κανείς]] την [[κατάληξη]], ο τ. [[βιός]] ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>j</i>(<i>i</i>)<i>ya</i>, αβεστ. <i>jya</i> «[[χορδή]] (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. [[βιός]] προήλθε από αρχικό θηλ. [[βιός]], [[πράγμα]] που εξηγεί και τη [[διαφορά]] στην [[κατάληξη]] [[μεταξύ]] του ελληνικού και των άλλων τύπων (αρχ. ινδ. και αβεστ.), δεδομένου ότι στην Ινδοϊρανική τα θηλ. με [[θέμα]] σε -<i>ŏ</i> εξαφανίστηκαν λόγω μεταπλασμού στα αντίστοιχα με [[θέμα]] σε -<i>ᾱ</i>. Η λ. [[είναι]] αρχαία, απαντά δε στον Όμηρο [[πέντε]] φορές λιγότερο απ' ό,τι η λ. [[τόξον]]. Μετά τον Όμηρο δεν χρησιμοποιήθηκε [[παρά]] μόνο μία [[φορά]] από τον Ηράκλειτο (6ος π.Χ. [[αιώνας]]). Στη Μυκηναϊκή η λ. [[είναι]] άγνωστη, ενώ υπάρχουν [[σύνθετα]] με α' συνθετικό τη λ. [[τόξον]]. Πιθ. η [[ομωνυμία]] της λ. [[βιός]] με τη λ. [[βίος]] συνετέλεσε στην [[εξαφάνιση]] της πρώτης και στην ολοκληρωτική της [[αντικατάσταση]] από την πολύ συνηθέστερη λ. [[τόξον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A bow, = τόξον, Il.1.49, Heraclit.48, etc. (Ambracian acc. to AB1095. Cf. Vedic jiyā´ 'bow-string', Lith. gijà 'thread'.)
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόθος ποθή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φθόγγος φθογγή, φθόρος φθορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῦλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
Greek (Liddell-Scott)
βιός: ὁ, τόξον Ἰλ. Α. 49, κτλ. (Qu. biegen, bug, bogen· τὸ ἀγγλ. bow? ὁ Κούρτ. ἀναφέρει Σανσκρ. ǵya (τοῦ τόξου ἡ νευρά).)
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
arc ; ◊ prov. τοῦ τόξου τὸ μὲν ὄνομα βιός, τὸ δὲ ἔργον θάνατος.
Étymologie: DELG skr. j(i)yá, av. jya, corde de l’arc.
English (Autenrieth)
οῖο: bow.
English (Slater)
βιός
1 bow ]εὗρε βιῶ[ι ?fr. 344. 4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Il.1.49]
arco, ἀργύρεος Il.l.c., λίγξε β. Il.4.125, cf. 10.260, 24.605, Od.19.577, h.Ap.301, Certamen 9 (p.38.18), κεραός AP 6.118 (Antip.Sid.), ῥυτῆρα βιοῦ τ' ἔμεναι καὶ ὀϊστῶν Od.21.173, cf. 6.270
•en juego de palabras c. βίος, indiferente a la acentuación τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος Heraclit.B 44 (cf. βίος B III 1)
•palabra ambraciota según AB 1095.
• Etimología: De *gu̯ei(H2)- ‘tendón’, cf. ai. j(i)yā́- ‘tendón’, lituan. gijà ‘hilo’, gýsla ‘tendón’. Tb. c. grado ø y alarg. lat. fīlum.
Greek Monolingual
βιός, το (Α)
το τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη μεταξύ του ελληνικού και των άλλων τύπων (αρχ. ινδ. και αβεστ.), δεδομένου ότι στην Ινδοϊρανική τα θηλ. με θέμα σε -ŏ εξαφανίστηκαν λόγω μεταπλασμού στα αντίστοιχα με θέμα σε -ᾱ. Η λ. είναι αρχαία, απαντά δε στον Όμηρο πέντε φορές λιγότερο απ' ό,τι η λ. τόξον. Μετά τον Όμηρο δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο μία φορά από τον Ηράκλειτο (6ος π.Χ. αιώνας). Στη Μυκηναϊκή η λ. είναι άγνωστη, ενώ υπάρχουν σύνθετα με α' συνθετικό τη λ. τόξον. Πιθ. η ομωνυμία της λ. βιός με τη λ. βίος συνετέλεσε στην εξαφάνιση της πρώτης και στην ολοκληρωτική της αντικατάσταση από την πολύ συνηθέστερη λ. τόξον.