βροτοστυγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(big3_9)
(7)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(βροτοστῠγής) -ές<br />[[odiado por los mortales]] Γοργόνες A.<i>Pr</i>.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.<i>Ch</i>.51.
|dgtxt=(βροτοστῠγής) -ές<br />[[odiado por los mortales]] Γοργόνες A.<i>Pr</i>.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.<i>Ch</i>.51.
}}
{{grml
|mltxt=[[βροτοστυγής]], -ές (Α)<br />ο [[μισητός]] από τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] <span style="color: red;">+</span> [[στύγος]] «[[αποτροπιασμός]]»].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτοστῠγής Medium diacritics: βροτοστυγής Low diacritics: βροτοστυγής Capitals: ΒΡΟΤΟΣΤΥΓΗΣ
Transliteration A: brotostygḗs Transliteration B: brotostygēs Transliteration C: vrotostygis Beta Code: brotostugh/s

English (LSJ)

ές,

   A hated by men, Γοργόνες A.Pr.799; δνόφοι Id.Ch.51 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ές, den Menschen verhaßt, Aesch. Prom. 800; δνόφος Ch. 50.

Greek (Liddell-Scott)

βροτοστῠγής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων μισούμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 51.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
odieux aux mortels.
Étymologie: βροτός, στυγέω.

Spanish (DGE)

(βροτοστῠγής) -ές
odiado por los mortales Γοργόνες A.Pr.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.Ch.51.

Greek Monolingual

βροτοστυγής, -ές (Α)
ο μισητός από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»].