δαϊκτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος<br />[[desgarrador]], [[γόος]] A.<i>Th</i>.916<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.<i>Supp</i>.798. | |dgtxt=-ῆρος<br />[[desgarrador]], [[γόος]] A.<i>Th</i>.916<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.<i>Supp</i>.798. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαϊκτήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[δαΐζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ [[γόος]]», Αιοχ). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as Adj., heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
•c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.
Greek Monolingual
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).