δενδροτομέω: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(big3_10) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[cortar]] árboles, arbustos, plantas, [[talar]] y p. ext. c. compl. de lugar [[asolar]] τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4<i>Ma</i>.2.14, τὴν ὕλην I.<i>BI</i> 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.<i>Ep</i>.7 (p.72.10)<br /><b class="num">•</b>abs. [[cortar árboles]], [[talar bosques]] Th.1.108, Lib.<i>Ep</i>.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.<i>M</i>.5.69, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.95, Sch.Hes.<i>Op</i>.414a.<br /><b class="num">2</b> fig. [[destrozar]], [[desgarrar]] μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda?</i> Ar.<i>Pax</i> 747. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[cortar]] árboles, arbustos, plantas, [[talar]] y p. ext. c. compl. de lugar [[asolar]] τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4<i>Ma</i>.2.14, τὴν ὕλην I.<i>BI</i> 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.<i>Ep</i>.7 (p.72.10)<br /><b class="num">•</b>abs. [[cortar árboles]], [[talar bosques]] Th.1.108, Lib.<i>Ep</i>.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.<i>M</i>.5.69, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.95, Sch.Hes.<i>Op</i>.414a.<br /><b class="num">2</b> fig. [[destrozar]], [[desgarrar]] μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda?</i> Ar.<i>Pax</i> 747. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δενδροτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, = [[δενδροκοπέω]], [[υλοτομώ]], [[αποψιλώνω]] μια [[περιοχή]], σε Θουκ.· μεταφ., <i>δ. τὰ νῶτα</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A cut down trees, πρὸς καῦσιν Str.14.6.5, cf. S.E.M. 5.69: but usu., 2 lay waste a country, Th.1.108: metaph., δ. τὸ νῶτον Ar.Pax747.
German (Pape)
[Seite 546] = δενδροκοπέω, Thuc. 1, 108; χώραν D. Sic. 4, 48; komisch übertr. νῶτα Ar. Pax 731.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροτομέω: δενδροκοπέω, ἐρημώνω χώραν κόπτων τὰ δένδρα αὐτῆς τὰ κάρπιμα, Θουκ. 1. 108· μεταφ., δ. τὰ νῶτα Ἀριστοφ. Εἰρ. 747· ―δενδροτομία, ἡ, Φίλων 2. 401· ἐκ τοῦ δενδροτόμος, ον, ὁ κατακόπτων δένδρα, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 98.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couper les arbres (d’une contrée).
Étymologie: δένδρον, τέμνω.
Spanish (DGE)
1 cortar árboles, arbustos, plantas, talar y p. ext. c. compl. de lugar asolar τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά LXX 4Ma.2.14, τὴν ὕλην I.BI 7.211, τάς τε χώρας τῶν ἀντιπολεμούντων D.S.2.36, cf. 14.48, Ph.2.473, Polyaen.2.1.21, τὸν ... βασιλικὸν παράδεισον D.S.16.41, τὰς μὲν (προσευχάς) en Alejandría, Ph.2.565, en v. pas. δενδροτομουμένη γῆ Heraclit.Ep.7 (p.72.10)
•abs. cortar árboles, talar bosques Th.1.108, Lib.Ep.1301.3, πρὸς τὴν καῦσιν Str.14.6.5, οἱ ἐν τῇ ὀρεινῇ δενδροτομοῦντες S.E.M.5.69, cf. Clem.Al.Strom.2.18.95, Sch.Hes.Op.414a.
2 fig. destrozar, desgarrar μῶν ὑστριχὶς ... δενδροτόμησε τὸ νῶτον; ¿no será que el látigo te ha desgarrado la espalda? Ar.Pax 747.
Greek Monotonic
δενδροτομέω: μέλ. -ήσω, = δενδροκοπέω, υλοτομώ, αποψιλώνω μια περιοχή, σε Θουκ.· μεταφ., δ. τὰ νῶτα, σε Αριστοφ.