Δημοκρίτειος: Difference between revisions
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
(big3_11) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[democriteo]], [[de Demócrito de Abdera]] τὴν περὶ φύσεως πραγματείαν Δημοκρίτειον προσαγορεύεσθαι Plu.2.1108e, φιλοσοφία S.E.<i>P</i>.1.213.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[seguidor de Demócrito]] αὐτὸς ἑαυτὸν ἀνηγόρευε Δημοκρίτειον ὁ Ἐπίκουρος Plu.2.1108e, οἱ Πυθαγόρειοι μὲν ... Πυθαγόρου ὤνηντο, οἱ Δημοκρίτειοι δὲ ... πολλῶν ἀπέλαυσαν Ael.<i>VH</i> 12.25, τέταρτος ([[Βίων]]) Δ. καὶ μαθηματικός D.L.4.58, [[Βῶλος]] ὁ Δ. St.Byz.s.u. [[Ἄψυνθος]]. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[democriteo]], [[de Demócrito de Abdera]] τὴν περὶ φύσεως πραγματείαν Δημοκρίτειον προσαγορεύεσθαι Plu.2.1108e, φιλοσοφία S.E.<i>P</i>.1.213.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[seguidor de Demócrito]] αὐτὸς ἑαυτὸν ἀνηγόρευε Δημοκρίτειον ὁ Ἐπίκουρος Plu.2.1108e, οἱ Πυθαγόρειοι μὲν ... Πυθαγόρου ὤνηντο, οἱ Δημοκρίτειοι δὲ ... πολλῶν ἀπέλαυσαν Ael.<i>VH</i> 12.25, τέταρτος ([[Βίων]]) Δ. καὶ μαθηματικός D.L.4.58, [[Βῶλος]] ὁ Δ. St.Byz.s.u. [[Ἄψυνθος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Δημοκρίτειος:''' демокритовский Plut., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
Spanish (DGE)
-ον
1 democriteo, de Demócrito de Abdera τὴν περὶ φύσεως πραγματείαν Δημοκρίτειον προσαγορεύεσθαι Plu.2.1108e, φιλοσοφία S.E.P.1.213.
2 de pers. seguidor de Demócrito αὐτὸς ἑαυτὸν ἀνηγόρευε Δημοκρίτειον ὁ Ἐπίκουρος Plu.2.1108e, οἱ Πυθαγόρειοι μὲν ... Πυθαγόρου ὤνηντο, οἱ Δημοκρίτειοι δὲ ... πολλῶν ἀπέλαυσαν Ael.VH 12.25, τέταρτος (Βίων) Δ. καὶ μαθηματικός D.L.4.58, Βῶλος ὁ Δ. St.Byz.s.u. Ἄψυνθος.
Russian (Dvoretsky)
Δημοκρίτειος: демокритовский Plut., Sext.