διοκωχή: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[cese]] ἐγένετο δέ τις ὄμως [[διοκωχή]] en la peste, Th.3.87<br /><b class="num">•</b>en las armas [[tregua]] διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[cese]] ἐγένετο δέ τις ὄμως [[διοκωχή]] en la peste, Th.3.87<br /><b class="num">•</b>en las armas [[tregua]] διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[διοκωχή]], η (Α) [[οκωχή]]<br />προσωρινή [[διακοπή]] εχθροπραξιών, [[ανακωχή]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοκωχή Medium diacritics: διοκωχή Low diacritics: διοκωχή Capitals: ΔΙΟΚΩΧΗ
Transliteration A: diokōchḗ Transliteration B: diokōchē Transliteration C: diokochi Beta Code: diokwxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87˙ ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.