δικελλευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(big3_11)
 
(9)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cavador]], [[azadonero]], <i>PCair.Zen</i>.788.20, 21, 23 (III a.C.).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cavador]], [[azadonero]], <i>PCair.Zen</i>.788.20, 21, 23 (III a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=[[δικελλευτής]], ο (AM)<br />αυτός που σκάβει με το [[δικέλλι]], ο [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. για το [[δικελλίτης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cavador, azadonero, PCair.Zen.788.20, 21, 23 (III a.C.).

Greek Monolingual

δικελλευτής, ο (AM)
αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης].