δοξοματαιόσοφος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(big3_12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δοξομᾰταιόσοφος) -ον<br />[[que cree fatua y vanamente ser sabio]], <i>Epigr.Adesp.FGE</i> 1757.
|dgtxt=(δοξομᾰταιόσοφος) -ον<br />[[que cree fatua y vanamente ser sabio]], <i>Epigr.Adesp.FGE</i> 1757.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξομᾰταιόσοφος:''' -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι [[φιλόσοφος]], [[ψευδοφιλόσοφος]], [[δοκησίσοφος]], [[μωρόσοφος]], [[κενόσοφος]], κατά [[φαντασία]] [[σοφός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰταιόσοφος Medium diacritics: δοξοματαιόσοφος Low diacritics: δοξοματαιόσοφος Capitals: ΔΟΞΟΜΑΤΑΙΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: doxomataiósophos Transliteration B: doxomataiosophos Transliteration C: doksomataiosofos Beta Code: docomataio/sofos

English (LSJ)

ον,

   A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.