δωρόδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que atiende la mesa del banquete]] παῖς camarero</i> Ath.701b. | |dgtxt=-ον<br />[[que atiende la mesa del banquete]] παῖς camarero</i> Ath.701b. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δωρόδειπνος]], ο (Α)<br />αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το [[δείπνο]], ο [[σερβιτόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A giving dinner, παῖς δ., i.e. a waiter, Ath.15.701b.
German (Pape)
[Seite 695] der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.
Greek (Liddell-Scott)
δωρόδειπνος: -ον, παρέχων τὸ δεῖπνον, παῖς δ., ὑπηρέτης, Ἀθήν. 701B.
Spanish (DGE)
-ον
que atiende la mesa del banquete παῖς camarero Ath.701b.
Greek Monolingual
δωρόδειπνος, ο (Α)
αυτός που προσφέρει ή σερβίρει το δείπνο, ο σερβιτόρος.