ἐναγγειόσπερμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(big3_14)
(11)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />bot., neutr. subst. τὰ ἐ. (<i>sc</i>. φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de [[plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula]] op. τὰ ἐνυμενόσπερμα y τὰ γυμνόσπερμα Thphr.<i>CP</i> 4.15.2, cf. <i>HP</i> 8.3.4.
|dgtxt=-ον<br />bot., neutr. subst. τὰ ἐ. (<i>sc</i>. φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de [[plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula]] op. τὰ ἐνυμενόσπερμα y τὰ γυμνόσπερμα Thphr.<i>CP</i> 4.15.2, cf. <i>HP</i> 8.3.4.
}}
{{grml
|mltxt=και ενανγειοσπέρματος (Α [[ἐναγγειόσπερμος]], -ον και [[ἐναγγειοσπέρματος]], -ον)<br />[[φυτό]] που έχει τα σπέρματά του [[μέσα]] σε [[κοιλότητα]] όμοια με [[αγγείο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(φυτολ.)</b> «εναγγειόσπερμα ή [[αγγειόσπερμα]] φυτά».
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναγγειόσπερμος Medium diacritics: ἐναγγειόσπερμος Low diacritics: εναγγειόσπερμος Capitals: ΕΝΑΓΓΕΙΟΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: enangeióspermos Transliteration B: enangeiospermos Transliteration C: enaggeiospermos Beta Code: e)naggeio/spermos

English (LSJ)

ον,

   A having the seed in a capsule, Thphr.HP1.11.3,CP4.7.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναγγειόσπερμος: αὐτόθι 8, 3, 4, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 5.

Spanish (DGE)

-ον
bot., neutr. subst. τὰ ἐ. (sc. φυτά) ref. la subclase del reino vegetal de plantas cuyas semillas van dentro de una cápsula op. τὰ ἐνυμενόσπερμα y τὰ γυμνόσπερμα Thphr.CP 4.15.2, cf. HP 8.3.4.

Greek Monolingual

και ενανγειοσπέρματος (Α ἐναγγειόσπερμος, -ον και ἐναγγειοσπέρματος, -ον)
φυτό που έχει τα σπέρματά του μέσα σε κοιλότητα όμοια με αγγείο
νεοελλ.
(φυτολ.) «εναγγειόσπερμα ή αγγειόσπερμα φυτά».